Καληνύχτα

  Με τη βροχή προ των θυρών μονολογούσε μπροστά στη φωτεινή οθόνη του υπολογιστή του: "Ξέμεινα στη δουλειά σήμερα. Έχει πάει 1 και τα μάτια έχουν αρχίσει να αναζητούν επίμονα το κλείσιμό τους . . . Τα ρούχα έχουν ποτίσει από τη χλωρίνη και το τσιγάρο δεν τραβιέται. Έξω φυσάει πολύ και έχει ψύχρα. Τίποτα δε θυμίζει ότι είμαστε στα μέσα του Μάη. Τίποτα; Μήπως τα μάτια μου έχουν όντως κλείσει; Τα λουλούδια έχουν φτάσει στο παράθυρο και ο αέρας σέρνει μυρωδιές καλοκαιρινές.  
  Πέρασε ένας χρόνος που υπάρχει αναστάτωση στη ζωή μου. Το σώμα δεν τα βρίσκει με την ψυχή. Δύσκολος χρόνος, με απογοητεύσεις και ελπίδες να πηγαινοέρχονται σα δέσμες φωτός. Πέρασε όμως και είμαι εδώ. Όρθιος και δυνατός. Συνεχίζοντας το ψάξιμο για ό,τι λείπει και προσπαθώντας να εκτιμήσω ό,τι υπάρχει. Το κλίμα γενικά δεν είναι καλό και όλους μας επηρεάζει. Στιγμές συγκίνησης πολλές και οι ανατριχίλες αυξάνονται. Ρε μπας και φταίει η ηλικία. Πολλές είναι οι σκέψεις που κόβω πριν καν σχηματιστούν στο μυαλό. Άλλες από φόβο, άλλες επειδή έχουν καταντήσει ρουτίνα και άλλες επειδή εκείνη την ώρα δεν υπάρχουν περιθώρια σκέψης . . .
   Πολεμώ με τους φόβους και τα θέλω. Προσπαθώ να ικανοποιούμαι με αυτά που έχω. Έχω μείνει όμως πίσω στην επικοινωνία και στην έκφραση των συναισθημάτων μου στους άλλους. Γιατί; Δεν έχω απάντηση. Οι άνθρωποι χάνονται και βρίσκονται σα 2 χέρια μεθυσμένου που χτυπούν παλαμάκια. Γιατί όμως αναλώνονται στα μικρά και τα καθημερινά και δε συζητούν τις πραγματικές τους σκέψεις; Μάλλον ο φόβος είναι η απάντηση. Με ενοχλεί αυτό. Θέλω κάποιος να έρθει και να μου μιλήσει για τις πιο βαθιές του σκέψεις. Να με εκπλήξει, να με σοκάρει, να με προβληματίσει, να με ανατριχιάσει με δυο του λέξεις να μου δείξει την ψυχή του. Τίποτα, κενό. . .
   Όλο και πιο συχνά το μυαλό μου ψάχνει τον τρόπο να φύγει από την καθημερινότητα που ζει. Να τολμήσει να επαναστατήσει και να ζητήσει αυτά που του λείπουν. Τον ήχο του ποταμιού μέσα στη βραδινή ησυχία, την καθαρή πρώτη ανάσα μετά το πρωινό ξύπνημα, την ελευθερία του χρόνου σε όλες τις στιγμές, την απόλαυση της παρατήρησης της φύσης. Που τέτοια τύχη. Το ξυπνητήρι της πραγματικότητας χτυπάει σύντομα . . .
   Έπεσα ολόκληρος μπροστά στην οθόνη. Πρέπει να ξαπλώσω. Να ανάψω ένα ακόμα τσιγάρο για να βγει και αυτό το μισάωρο. Το πρόσωπό σου μου λείπει. Η αγκαλία σου και η ζεστασιά του κορμιού σου. Πρέπει να κλείσω τον υπολογιστή, να ξεκουράσω λίγο μάτια και σώμα. Που είσαι; Με ακούς που είσαι; Θέλω να σε δώ από κοντά και να μου μιλάς ώρες για το πως βιώνεις τη ζωή σου. Θέλω τ' ακούς;"
   Οι βροντές τον ξύπνησαν. Έκλεισε τον υπολογιστή του βιαστικά, μπήκε στο αμάξι του, άναψε ένα τσιγάρο ακόμα, από τα κομμένα, και έτρεξε αγχωμένα να κοιμηθεί για να μπορέσει αύριο να είναι εντάξει σε ό,τι έχει να κάνει. Άλλη μια μέρα είχε τελειώσει και είχε ξεκινήσει ταυτόχρονα. Καληνύχτα . . .

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο