Βασιλιάς I

 Βασιλιάς I


Ήταν Ιούλης του ΄94 και ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να βρεί κάτι που θα του έδινε ένα δρόμο αυτοέκφρασης και πολλά λεφτά ώστε να έχει αυτά που στο μυαλό του είχε ονειρευτεί. Ήταν 21 τότε, σπουδάζοντας μακριά από το σπίτι του, τραγουδώντας και παίζοντας με ό,τι συνέβαινε στη ζωή του. Το βράδυ εκείνο έμοιαζε με το σημερινό και όπως συχνά γινόταν βρέθηκε με δυο κολλητούς του και μια μεγάλη παρέα με γνωστούς σε μια απόμακρη παραλία, με σκοπό να ψευτοφιλοσοφήσουν, να τραγουδήσουν και να καλύψουν – ξεχάσουν τις φοβίες και τα «κενά» τους. Με μια μπύρα και μια καλοσυντηρούμενη φωτιά τραγούδαγαν πότε μελαγχολικά και πότε χαρούμενα. Κάποια στιγμή δυο ζευγάρια που έψαχναν να σπάσουν τη βαρεμάρα τους ήρθαν και κόλλησαν κοντά τους συστήνοντας τους ευατούς τους. Ο Άλεξ, όπως τον φώναζαν αυτοί που τον ζούσαν καθημερινά, απορροφημένος από το τραγούδι και την κοπέλα που καθόταν δίπλα του, δεν έδωσε σημασία. Ούτε καν κοίταξε τα ζευγάρια. Είχε ήδη φτιάξει κεφάλι από τη ζεστή πια μπύρα, το τσιγάρο και τα παιχνιδίσματα της Αθηνάς που καθόταν δίπλα του, όταν αισθάνθηκε δυο μάτια να είναι καρφωμένα επάνω του . Γύρισε να δει, συνεχίζοντας το τραγούδι, και αντίκρισε τη Σοφία να τον κοιτάει με μια ματιά που τον έκανε να κολλήσει και να αισθανθεί αμήχανα. Γρήγορα συνήλθε και παρατήρησε τον άντρα που καθόταν δίπλα της να τον κοιτάει περίεργα. Έστριψε τη ματιά του βιαστικά προς τη φωτιά και αμέσως στην Αθηνά, έμεινε όμως αμήχανος, πραγματικά κατακεραυνωμένος από τη ματιά που μίλησε μέσα του. Η σπίθα είχε ανάψει μέσα του . . .

Η νύχτα είχε κιόλας φτάσει στα μισά της σύντομης καθημερινής της πορείας. Το φεγγάρι πήγαινε να τη μεταφέρει στο άλλο μισό της γης και όλα για την παρέα ήταν ίδια. Το μυαλό του Αλέξανδρου όμως είχε πάρει φωτιά και οι σκέψεις του έμοιαζαν με σμήνος μελισσών. Με κοφτές ματιές φρόντιζε να φτιάχνει της κηρύθρα του ενώ το χέρι του ζέσταινε συνεχώς τον ώμο της Αθηνάς. Το μυαλό του προσπαθούσε να αισθανθεί όλες της λεπτομέρειες της εικόνας που έκλεβε την περασμένη ώρα όταν κάτι τάραξε την απόλυτη συγκέντρωσή του: «Εΐ, δε θα χαιρετήσεις τα παιδιά που φεύγουν;», του ψιθύρισε η Αθηνά. «Καλό βράδυ να έχετε» έκρινε βιαστικά για να πάρει την απάντηση από το Δημήτρη, το φίλο του «ονείρου» του: «Η παρέα σας είναι φανταστική, ελπίζω να σας ξαναβρούμε». Το ίδιο και η κοπέλα σου, έπνιξε τη σκέψη μέσα του.

Σε λίγο οι κιθάρες σταμάτησαν αφού ήταν πολύ έντονες για τα αυτιά των μισοκοιμισμένων φίλων. Ο Αλέξανδρος αισθανόταν υπερένταση. Ήθελε, αν γινόταν μέσα σε μια στιγμή, να μάθει τα πάντα για εκείνη την κοπέλα. Που ζούσε, που σπούδαζε, αν η σχέση της ήταν σοβαρή. Ο αντρικός του εγωισμός κέρδιζε την ηττοπάθεια που συνήθως τον διέκρινε και πόνταρε πως και η Σοφία είχε αισθανθεί το άρωμα της ματιάς του. Έψαχνε μανιωδώς τρόπο για να τη συναντήσει ξανά, να βρεθούν έστω στον ίδιο χώρο, να μάθει το τηλέφωνό της. «Ρε Άλεξ, δεν πάμε σιγά σιγά και έχουμε και το Μπούλη αύριο το πρωί» είπε η Αθηνά και σηκώθηκε σκουπίζοντας τους γλουτούς της από την άμμο. Ο Αλέξανδρος την ακολούθησε μαζεύοντας τα άδεια πρασινόκουτα από κάτω. Χαιρέτησαν και με αργά βήματα έφτασαν στο σπίτι της Αθηνάς όπου και είπαν καληνύχτα. «Έχεις κάτι;» τον ρώτησε η γυναικεία διαίσθηση και εκείνος διατηρώντας την εξωτερική του ψυχραιμία, απάντησε αρνητικά.

Η αρμύρα του κύματος τον έφερε πίσω. Έβαλε το δερμάτινό του και βάδισε αργά προς τη μηχανή. Ήθελε να αισθανθεί τον κρύο αέρα πάνω στο κορμί του. Δεν ήθελε να δει κανέναν, ούτε να γυρίσει σπίτι του. Σκέφτηκε το μικρό λυόμενο των δικών του στην παραλία και ξεκίνησε. Κάνοντας μια στάση για «ανεφοδιασμό» άνοιξε το γκάζι περιμένοντας από τον αέρα να καθαρίσει το κεφάλι του. Μάταια. Ο άνεμος γέμιζε συνεχώς με αερικά την παρεγκεφαλίδα του. Και η μνήμη του ξαναγύρισε στην αρχή της ιστορίας που τον συγκλόνισε, αφήνοντας την οδήγηση στην τύχη της συνήθειας.

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο