ΒΑΣΙΛΙΑΣ INTRO

"… Έβγαλε από τη δεξιά τσέπη τον καπνό του. Έστριψε αργά, με τη σκέψη του μακριά, ένα τσιγάρο. Άναψε το τελευταίο του σπίρτο και η τρομαχτική ησυχία τραντάχτηκε από το θόρυβο του χαρτιού που καιγόταν. Ήταν από τις λίγες φορές που είχε ανάγκη να αισθανθεί τον καπνό μέσα του. Το μυαλό του δυνατό και μπερδεμένο συνάμα, τα είχε μπλέξει. Προσπαθούσε να θυμηθεί και να ξεχάσει παράλληλα. Μέσα του τριγύριζαν γνωστές μελαγχολικές και λατρεμένες μελωδίες χωρίς να καταφέρνουν να φτάσουν έως το στόμα του. Το βλέμμα του έμοιαζε χαμένο στο βάθος εκεί που ο ουρανός και η θάλασσα γίνονταν ένα.

Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα από τότε που βρέθηκε, σχεδόν κρεμασμένος, πάνω σε αυτό το βράχο. Ήθελε να αισθανθεί ο μοναδικός άνθρωπος στη γη, να σκεφτεί, να προσφέρει στο μυαλό του την αληθινή ομορφιά και να πειθαρχήσει την απείθαρχη σκέψη του. Μπροστά του ένας ουρανός μουντός αλλά εκφραστικός. Ο ήλιος ήταν κρυμμένος για τα καλά πίσω από το τίποτα χαρίζοντας δανείζοντας στον ουρανό ένα από τα μαγευτικά χρώματά του που σε μαγνητίζουν. Και κάτω από τα πόδια του η θάλασσα. Μια θάλασσα λευκή, ανατριχιαστική που τον προσκαλούσε να την καταπιεί για να του αποκαλύψει τα μυστικά που τόσο βασανιστικά έκρυβε μέσα της.

Και εκείνος, μόνος ξανά, πότε να ξεχνιέται από το επιβλητικό τοπίο και πότε να τυφλώνεται από άλλες εικόνες που πλημμύριζαν σα χείμαρρος το μυαλό και το κορμί του λες και θέλουν να του κάνουν κακό. Στα αυτιά του ηχούσαν σα κολλημένος δίσκος τα τελευταία λόγια της Σοφίας: «Αλέξανδρε έχει αλλάξει. Δεν ξέρεις πια τι θέλεις. Εγώ δε συμμετέχω άλλο στο θέατρό σου . ΑΝΤΙΟ.» Και από εκείνη τη στιγμή ήταν εντελώς μόνος επάνω στη μηχανή του, προσπαθώντας να φύγει μακριά από κάτι που ούτε και αυτός είχε συνειδητοποιήσει . . .

Η Σοφία ήταν η μεγάλη του αγάπη, το πρόσωπο που πήρε τη ζωή του στα χέρια της. Μια κοπέλα προσιτή, με καστανά μαλλιά, αριστοκρατικό σώμα και ένα πρόσωπο με στρογγυλεμένες γωνίες. Τα καστανά μαλλιά της έλαμπαν σε κάθε είδους ακτινοβολία. Η σκέψη της ήταν πάντα καθαρή λες και γνώριζε κάθε στιγμή αυτό που πραγματικά ήθελε. Ο Θεός είχε σταθεί απλόχερος μαζί της δίνοντάς της δυο πράγματα που ο «Βασιλιάς» δε μπορούσε να αλλοιώσει ποτέ. Το ένα ήταν η ματιά της, που σε κρατούσε κολλημένο πάνω της ο,τιδήποτε και αν συνέβαινε σε ακτίνα χιλιομέτρων και το άλλο ήταν το χαμόγελό της που εξέπεμπε φως αρκετό για να φωτίσει ολόκληρο τον ουρανό και τη θάλασσα.

Το τσιγάρο του κόντευε να κάψει τα δάχτυλά του όταν η μορφή της κάλυψε τις κόρες των ματιών και της καρδιάς του. Το πέταξε μακριά και συλλογίστηκε την πρώτη φορά που είδε μπροστά του ακριβώς αυτό που έψαχνε να συναντήσει. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που συνάντησε τη Σοφία και τις σκέψεις που τότε γέμιζαν σα σταγόνες καταιγίδας το μυαλό του..."

 

 

 


 

 

           

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο