Βασιλιάς ΙΙ

Βασιλιάς ΙΙ

Το πρωινό μόλις έκανε τις δροσιές να λαμπυρίζουν πάνω στα πράσινα φύλλα του κήπου του. Άνοιξε τα μάτια του αργά και επιφυλακτικά σα να φοβόταν να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν. Μετά απ’ τα χρονικά δεύτερα αναγνώρισης με το χώρο ο ήλιος της Σοφίας πλημμύρισε το χώρο του. Σηκώθηκε βιαστικά λες και τον περίμενε στην κουζίνα για καφέ, μα γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήξερε ούτε που να τη βρει, ούτε πώς να την ψάξει. Έτσι έφτιαξε μόνος του ένα βαρύ καφέ και άναψε το τσιγάρο που του είχε μείνει από το βράδυ της φωτιάς, ακούγοντας συνάμα τον ενοχλητικό ήχο του τηλεφώνου και την πρόσχαρη φωνή της Αθηνάς που τον έπαιρνε για να τον ξυπνήσει. Τράβηξε μια γρήγορη τζούρα και μια βιαστική γουλιά καφέ και κλείνοντας την πόρτα πίσω του βρέθηκε στο σπίτι της Αθηνάς και από εκεί στο Πανεπιστήμιο. Το δίωρο του παπαρολέκτορα δεν πέρναγε με τίποτα και στο μυαλό του στριφογυρνούσαν διάφορες ιδέες – βασισμένες στην τύχη – για την επόμενη συνάντησή του με την κοπέλα που δεν έλεγε να τον αφήσει. Και επειδή από μικρός ότι σκεφτόταν το ξεστόμιζε, όταν τα βιβλία έκλεισαν ξεστόμισαν την ιδέα του. «Ρε συ Γιάννη», έπιασε από τον ώμο το φίλο του, «δεν πάμε σήμερα να δούμε το γιόμα και να πιούμε καμία μπύρα;». «Λένε όχι σε τέτοια πρόταση ρε ‘σύ;». Όλα είχαν κανονιστεί . Και αν η Σοφία αισθανόταν τον ίδιο έρωτα για το στρογγυλό ουράνιο τόξο, η νύχτα θα προκαλούσε αλυσιδωτές εκρήξεις στην ψυχή του.

Έκανε το μπάνιο του τραγουδώντας τους αγαπημένους του πρίγκηπες. Αισθανόταν σα μαθητούδι. Η τρέλα που τον είχε πιάσει για μια κοπέλα που είχε δει μόλις μια φορά του θύμιζε τους γυμνασιακούς αληθινούς έρωτες. Αυτούς που ούτε σκοπιμότητες ούτε οι εγωισμοί τους οδηγούσαν. Αυτούς που κάθε άγγιγμα σήμαινε ευτυχία και τρελά ξενύχτια δίπλα στο ανοιχτό ραδιόφωνο. Ξενύχτια που έδιναν στον καθένα την αίσθηση του μεγαλείου. Για πρώτη του φορά αισθανόταν ότι αυτά μπορούν να συμβούν και στους ενήλικες και να τους δώσουν μια ενέργεια που ελάχιστα πράγματα θα μπορούσαν. Αλλά δεν τον ενοχλούσε. Αντίθετα, του προσέδιδε μια ευφορία και έναν ενθουσιασμό που μόνο λίγο μπορούσαν να καλύψουν οι φευγαλέες σκέψεις της Αθηνάς.

Περίμενε τα παιδιά κατά τις 21:00, αλλά δεν αγχωνόταν γιατί ήξερε πως μαζί τους το μισάωρο στήσιμο ήταν δεδομένο. Η Αθηνά θα ερχόταν μαζί τους. Έτσι, κάθισε στο μπαλκόνι του και άνοιξε μια μπύρα. Το μυαλό του ταξίδευε σε όμορφες παραλίες και φεγγαρόλουστες λίμνες όταν το κουδούνι έφερε βίαια τα πόδια του στο πάτωμα. Κατέβηκε γρήγορα παίρνοντας μαζί του κάποιες λιωμένες από τη χρήση παρτιτούρες. «Sorry ρε Άλεξ αλλά μπλέξαμε», ξεκίνησε τις γνωστές δικαιολογίες ο Νικόλας. «Δεν έγινε τίποτα ρε. Σας έμαθα πια», είπε και πήρε απ’ τα χέρια του Αντώνη τα σύνεργα για τη φωτιά περνώντας συγχρόνως το χέρι του γύρω από τον ώμο της Αθηνάς και ξεκινώντας το περπάτημα.

Τα βήματά τους ήταν αργά μέσα στη βαβούρα των αυτοκινήτων και των μαγαζιών. Έβλεπε τους δικούς του να σχολιάζουν κάθε προϊόν της κοσμετολογίας που πέρναγε από μπροστά τους αλλά κράταγε τα μάτια του κοντά στις φιγούρες των περαστικών μήπως και συναντήσει την πιο ευχάριστη για αυτόν. Μάταια όμως. Σε λίγο είχαν ξεκουράσει τα αυτιά τους από τους ενοχλητικούς ήχους και τα γλύκαιναν με το θρόισμα των δέντρων και το χάιδεμα των κυμάτων μεταξύ τους και με το έδαφος. Οι πρώτες φλόγες της φωτιάς ακούστηκαν και φώτισαν το ήδη φωτεινό από το γιόμα περιβάλλον όταν οι πρώτες νότες μαζί με τα κουτάκια της μπύρας ήρθαν να συμπληρώσουν το γραφικό σκηνικό.

            «Παραγγελιά», ακούστηκε η φωνή της Μαρίας, της κοπέλας του Αντώνη. «Άσε, ξέρω», απάντησε ο Νικόλας και άρχισε να παίζει τη Θεσσαλονίκη γαληνεύοντας τις καρδιές όλων. Ο Αλέξανδρος όμως έμοιαζε κάτι να ζητούσε. Τα μάτια του έπιασαν τέσσερις φιγούρες στο σκοτάδι. Καλώς τα μας, σκέφτηκε από μέσα του αλλά η διαίσθησή του τον πρόδωσε. Τέσσερις κοπέλες κόπιασαν φιλικά προς τη φωτιά και κάθισαν προς μεγάλη ευχαρίστηση του Νικόλα και του Μίμη που άρχισαν τα καλοπιάσματα. Και ενώ ο ουρανός ήταν πιο λευκός και οι φωνές γέμιζαν το βράδυ με κάθε είδους τραγούδια, ο Βασιλιάς είχε βάλει τα χέρια του στη 01:30 κάνοντας τις πρώτες ζακέτες να κουμπώνουν. Ο Αλέξανδρος δεν έλεγε να το πάρει απόφαση. Με ύφος μελαγχολικό και τη μυρωδιά της μπύρας, έκανε να πάει προς το νερό. «Για που το ‘βαλες;» τον ρώτησε η Αθηνά. «Πάω προς το νερό να ξεπιαστώ», της απάντησε και την άκουσε να συνεχίζει στο «Πίνω και μεθώ» που τραγούδαγε. Κάθισε λίγο πριν το νερό και καθάρισε το μυαλό του περιμένοντας την παρηγοριά από κάποιον. Σκέφτηκε τα παιδικά του τεχνάσματα, όταν απομακρύνονταν από την παρέα στοιχηματίζοντας πως η κοπέλα που του άρεσε θα έρχονταν να του μιλήσει. Από μακριά ο Μίμης, που τον είχε πάρει χαμπάρι απ’ το προηγούμενο βράδυ, σίμωσε ακουμπώντας το χέρι στον ώμο του. Ο Αλέξανδρος γύρισε ξαφνιασμένος.

-      Τι έγινε ρε μαλάκα; Καλή η Μαριάννα;.

-      Τέλεια δείχνει ρε, όπως και η Σοφία.

Ο Αλέξανδρος γέλασε καταλαβαίνοντας ότι πως τίποτα δε μένει κρυφό.

-      Αυτή σκέφτεσαι, έτσι δεν είναι;

-      Αυτή ρε συ, δεν ξέρω πώς, αλλά με κόλλησε η ματιά της.

-   Ας ‘την αυτή, μην την περιμένεις σήμερα, την έχει κάνει προς βουνό με το Δημήτρη.

-      Και ‘συ πώς το ξέρεις ρε μεγάλη, έχεις κάνει και στο Μαντείο βοηθός;

-     Ρωτάνε και κανένα φίλο ρε. Ο Δημήτρης τριγύριζε κάποτε την αδερφή μου και τον ψιλοξέρω, έκοψε τη φωνή του με νόημα γνωρίζοντας την επόμενη ερώτηση του Αλέξανδρου.

-   Μίλα ρε ‘σύ αφού ξέρεις.

-    Τα έχουνε κάνα δίμηνο. Αυτή είναι από Θεσσαλονίκη. Μυστήριο πλάσμα αλλά πολύ της παρέας. Δε μου μοιάζουν και πολύ ταιριαστοί.

-    Τέτοια λέγε μου ρε να με σαλτάρεις, πρόλαβε να πει πριν η Αθηνά τους φωνάξει πίσω.

-      Πάμε καλύτερα πριν αρχίσει τη γκρίνια, του ‘πε και γυρίσανε στη φωτιά.






Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο