Βασιλιάς IV

 

Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν γύρισε ξανά στο σπίτι του μετά από ένα απ’ τα συνηθισμένα μεσημέρια με την Αθηνά, έχοντας «εξασφαλίσει» την άδειά της για τη βραδινή βόλτα με φίλους ακούγοντας την κλασσική μουρμούρα αλλά μένοντας απτόητος. Η βραδιά μάλιστα είχε κιόλας κανονιστεί απ’ το πιο ήσυχο πέρασμα της ακροθαλασσιάς. Η παρέα έφτασε εκεί κατά τις έντεκα παραγγέλνοντας τα γνωστά ποτά και ξεκινώντας μια «σοβαρή» συζήτηση περί του περιεχομένου του μαγαζιού που απ’ άκρη σ’ άκρη ήταν γεμάτο κοπέλες. Μίμης, Αντώνης και Νικόλας είχαν στήσει κανονικά το φίλο τους στη γωνία μιλώντας για τα καλά της Αθηνάς και τα πλεονεκτήματα της μόνιμης σχέσης. Και εκεί που τα κεφάλια άρχισαν να χαλαρώνουν και οι ματιές ταξιδεύαν με φτερά τον αέρα ελεύθερα κορίτσια του μπαρ ο Νικόλας έδωσε στο φίλο του μια σανίδα για να κρατηθεί:

-      Αν αισθάνεσαι έτσι γιατί να μην το κάνεις; Ούτως ή άλλως αν η καρδιά σου σκέφτεται έτσι, δύσκολα θα τ’ αποφύγεις.

-      Ξέρεις ρε Νικόλα. Πάντα πίστευα πως οι μεγάλες σχέσεις είναι ένας κύκλος. Αν στο χαμηλότερο σημείο βρίσκεις την ώθηση για έναν ακόμα κύκλο, συνεχίζεις. Αν όχι, παρεκκλίνεις την πορεία σου. Δεν ξέρω αν με την Αθηνά είμαστε κάτω, αλλά εγώ έχω μαγνητιστεί απ’ αυτή την κοπέλα και βλέπω όλο και περισσότερα στραβά στη σχέση  μου, φιλοσόφησε ο Αλέξανδρος, στρέφοντας το βλέμμα του στα φωτάκια της απέναντι όχθης και βυθίζοντας σε σκέψεις τους υπόλοιπους.

«Απαλλαγμένος» από τις ερωτήσεις τους συγκεντρώθηκε σε μια γνώριμη λαμπερή φιγούρα που ερχόταν από μακριά. Η θαμπή εικόνας της μακρινής απόστασης γρήγορα απέκτησε την καθαρότητα του διαμαντιού και το πρόσωπο της Σοφίας έκανε τα φώτα του δρόμου να μοιάζουν με φακούς. Αστραπιαία ο Αλέξανδρος παρατήρησε πως από την άκρη του χεριού της δεν κρέμονταν ο Δημήτρης αλλά μια φίλη της. «Παιδιά έρχεται με μια φίλη της. Πάω να τη φωνάξω», είπε και σηκώθηκε πριν ακούσει τη γνώμη των άλλων. «Μάλλον δε χρειάζεται το τηλέφωνο», της είπε, αποσπώντας την προσοχή της από ένα πλοίο. «Γειά σου Αλέξανδρε. Τρίτη φορά που συναντιόμαστε χωρίς αυτό . . . Από εδώ η Νάντια», είπε, γεννώντας στο μυαλό του τη φράση «τρίτη και φαρμακερή». «Θα πιείτε ένα ποτό μαζί μας;» έριξε γρήγορα την πρόταση. «Ναι αμέ» απάντησε η Νάντια και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς το τραπέζι. «Πρώτο παιδί η Νάντια» έκανε ο Νικόλας στους υπόλοιπους αναφερόμενος στη Νάντια, πριν φτάσουν στο τραπέζι τους.

Μετά τις σχετικές συστάσεις και τις παραγγελίες η συζήτηση στράφηκε στην αξία της παρέας και στο πως η σχέση την επηρεάζει

-     Είναι αναπόφευκτο να την επηρεάζει για το διάστημα που τα δυο φύλα γνωρίζονται αλλά η σωστή ισορροπία πρέπει να βρεθεί σύντομα για το καλό όλων, έκανε μετά από κάμποση ώρα ο Μίμης, θυμούμενος τα δικά του βήματα, για να δεχθεί τα καταφατικά νεύματα της παρέας.

-      Όσα χρόνια και αν περνάνε σε μια σχέση υπάρχουν πάντα πράγματα που και οι δυο θέλουν να τα πουν και είναι πολύ κακό να λέγονται μεταξύ τους, παρόλο που αυτό συμβαίνει, είπε η Σοφία βάζοντας τους πάντες σε σκέψεις.

-     Την ευτυχία που μπορείς να πάρεις σαν άτομο από τους κολλητούς σου δε μπορείς να την πάρεις από κανέναν άλλο. Τις πλάκες, τον αυτοσαρκασμό, τον πόνο πρέπει να τον μοιράζεσαι με τους ανθρώπους που ξέρεις πως θα τους καεί κάποιο καρφάκι. Και οι άνθρωποι που σε ξέρουν από μέσα και απ’ έξω, που έχουν δώσει και έχουν πράγματα σε και από εσένα, οι φίλοι σου, είναι αυτοί που πάντα θα έχουν την ψυχή τους κοντά σου. Είναι αυτοί που θα σου δείξουν έναν δρόμο όταν τον ψάχνεις, θα κουβαλήσουν το βάρος σου όταν έχεις ανάγκη να ξαλαφρώσεις, θα ακούσουν τις μαλακίες σου, θα σου πουν τις αλήθειες ακόμα και όταν δε μπορείς να αντέξεις, μιλώντας σαν τον εαυτό που κρατάς σιωπηλό μέσα σου. Για αυτό και στις χαρές, και στις κακές και στις μελαγχολίες θα’ ρθουν από όπου κι αν βρίσκονται στο μυαλό σου ν’ ακούσουν τις σκέψεις σου στον αέρα, είπε ο Αλέξανδρος αγκαλιάζοντας τον Νικόλα και κοιτώντας με νόημα τους Αντώνη και Μίμη.

-      Πρέπει να ισχύουν όλα αυτά για εσάς και το βρίσκω μια φοβερή υπέρβαση, έκρινε η Νάντια να ακούσει τα λόγια της να συνεχίζονται από το Νικόλα:

-      Αν θελήσεις να μας γνωρίσεις καλύτερα, θα καταλάβεις ότι υπάρχουν πάντα πράγματα που δεν περιγράφονται με τη μιλιά. Κάποτε, πέρναγα τις πιο δύσκολες στιγμές που μπορεί να περάσει η ανθρώπινη φύση. Ο μικρός μου αδερφός, το άλλο μου μισό, σκοτώθηκε μέσα στα ίδια μου τα χέρια από έναν μεθυσμένο οδηγό, είπε και τα μάτια άρχισαν να χαμηλώνουν. Προφανώς και δε μπορώ να περιγράψω τον πόνο που υπήρξε και συνεχίζει να υπάρχει κάθε δευτερόλεπτο μέσα μου. Η μάνα μου έφτανε στα πρόθυρα της τρέλας και ο πατέρας μου έκανε να μιλήσει τρεις εβδομάδες. Ο Άλεξ ήταν διακοπές τότε στην Αγγλία, ο Μίμης έκανε τη θητεία του στα σύνορα και ο Αντώνης προσπαθούσε να ξεφύγει από κακούς δαίμονες. Δεν ήθελα να δω κανένα γιατί πίστευα ότι τίποτα δε θα βοηθούσε. Σε δυο μέρες ήταν και οι τρεις δίπλα μου, χωρίς να ρωτήσουν, χωρίς να μιλήσουν, απλώς με τις πιο ζεστές αγκαλιές τους κατάφεραν να με ανοίξουν και όχι να με κάνουν να αισθανθώ καλύτερα αλλά να έρθουν δίπλα μου, στις όχθες της μαύρης λίμνης που βρισκόμουν. Πώς μπορείς να μην αγαπάς αυτά τα άτομα με όση αγάπη υπάρχει, ολοκλήρωσε τη σύντομη αφήγηση, αφήνοντας τη μελαγχολία διάχυτη.

Μετά από μερικές στιγμές ο Αντώνης έκανε το μαλάκα για να σπάσει τη μπλε ομίχλη. «Άσε που στο κρεβάτι είναι όλοι τους αστέρια» είπε, δεχόμενος τη μπηχτή από τους τρεις συγχρόνως «Μακάρι να μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για εσένα» και προκαλώντας το γέλιο στα κορίτσια. Ένα γέλιο που έκανε τον Αλέξανδρο να θέλει να πετάξει από την ομορφιά που αντίκρυζε στο χαμόγελο της Σοφίας. Έπιασε το Νικόλα να αισθάνεται περίεργα κοιτώντας τη Νάντια και έγνεψε στους άλλους δυο οι οποίοι έπιασαν αμέσως το υπονοούμενο: «Παιδιά εμείς πρέπει να την κάνουμε γιατί έχουμε και ‘κείνη τη δουλειά που λέγαμε» έκαναν. «Καληνύχτα και καλή συνέχεια» είπαν με νόημα φεύγοντας.




Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο