Βασιλιάς ΙΙΙ

«Τι λέγατε εκεί κάτω;» έκανε τη διερεύνησή της η Αθηνά εμφανώς πειραγμένη. «Τίποτα. Ο Μίμης μου έλεγε για τη Μαριάννα» απάντησε ένοχα ο Αλέξανδρος. «Τους βλέπω μαζί σήμερα» συνέχισε, συνεχίζοντας μαζί και τα λόγια του «Θα σου φανερωθώ» που σήμαινε το τέλος της βραδιάς. Όλοι πήραν το δρόμο του γυρισμού ήρεμοι και αγαλιασμένοι από το όμορφο βράδυ. Ο Αλέξανδρος άφησε την Αθηνά σπίτι της συνεχίζοντας προς τα κάτω, χαζεύοντας το φεγγαρόφως και κοιτάζοντας κάθε θηλυκό που πέρναγε από μπροστά του. Στρίβοντας στη γωνία του σπιτιού του αισθάνθηκε ένα χέρι να ακουμπάει στην πλάτη του.

-      Είμαι η Σοφία, με θυμάσαι; ένιωσε τη φωνή της κοντά στο αυτί του. Αν σε θυμάμαι, σκέφτηκε από μέσα του.

-      Τα όμορφα πράγματα δεν ξεχνιούνται τόσο γρήγορα», απάντησε, κλέβοντας ένα χαμόγελό της.

Με τρελαίνει αυτό το χαμόγελό σου, έκανε να της πει, αλλά αντ’ αυτού αναρωτήθηκε:

-      Πώς και μόνη σου τέτοια ώρα;

-      Ο Δημήτρης έπρεπε να πάει για διάβασμα και εγώ είπα να κάνω μια βόλτα. Εσύ για που το έβαλες;

-      Πήγαινα προς το σπίτι μου. Τα καλά παιδιά κοιμούνται πριν βγει ο ήλιος, έκανε γελώντας και εισπράττοντας το χαμόγελο ευγένειας της Σοφίας.

-      Και η κοπελιά σου;

Άρχισε να ρίχνει τα δίχτυα της και η Σοφία.

-      Κουράστηκε απ’ το πολύ τραγούδι και είπε να πάει για ύπνο. Αλήθεια εσείς πώς και δεν κατεβήκατε σήμερα;

-      Δε μας κάλεσε κανείς.

Δέχθηκε τη μικρή μπηχτή και ανασκουμπώθηκε απαντώντας:

-      Ούτε και εχτές σας είχε καλέσει κανείς.

Άφησε τη Σοφία άφωνη και τον εαυτό του φοβισμένο.

-      Τελοσπάντων, πρέπει να πηγαίνω. Ίσως βρεθούμε ξανά σύντομα, του είπε και έκανε να φύγει.

-      Πού πάς; την πρόλαβε. Δε θα μου αφήσεις το τηλέφωνό σου για την επόμενη συνάντηση;

-      6998283353. Και μη με ξεχάσεις.

Ήταν τα τελευταία λόγια της πριν χαθεί στη γωνία εισπράττοντας ένα δυνατό «Καληνύχτα!!!!».

            Οι στάλες χτύπαγαν το κεφάλι του όπως οι στάλες της βροχής τον τσίγκο της στέγης. Τουλάχιστον έμαθα το τηλέφωνό της σκέφτηκε, βρίζοντας συγχρόνως τον εαυτό του που δεν την κάλεσε σπίτι του ή που δεν τη συνόδευσε μέχρι το δικό της. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που η τρέλα σου για τον άλλο λογοκρίνει ως χαζή κάθε σκέψη και ο λόγος δε φτάνει στο στόμα. Παρ’ όλα αυτά, η χαρά της συνάντησης που όλο το βράδυ ζητούσε με όλο του το είναι του άφησε ένα άρμα ευτυχίας και ανανέωσε τις εικόνες της στο φίλμ του. Και μάλλον βρήκε και κάτι καινούριο να θαυμάζει: την ετοιμότητά της στο λόγο που τον εντυπωσίαζε. Ήταν στη φάση του χτισίματος του μύθου της, όπως σε κάθε αρχή ενός έρωτα. Και παρόλο που φαντάζονταν πως είχε και αυτή τα αρνητικά της, τίποτα από αυτά δεν ήταν ορατό στα μάτια που λύγιζαν σιγά σιγά κάτω από την πίεση της ώρας και της μπύρας.

            Οι πρώτες δέσμες φωτός διαπέρασαν τα σύννεφα και γλίστρησαν κάτω από τις γρύλλιες των ξύλινων εξωφύλλων φτάνοντας στα ματοτσίνορά του. Άνοιξε τα βλέφαρα του απότομα σα να ξύπναγε από εφιάλτη. Ο ήχος του κύματος τον έκανε να συνειδητοποιήσει πώς το εξοχικό των δικών του του έδωσε τη λύτρωση από τα χτεσινά «αερικά». Άνοιξε τα παντζούρια μα τυφλώθηκε από το φως της ξανθής αμμουδιάς. Έτρεξε πάνω της όπως ήταν με το φανελάκι και το εσώρουχό του. Αισθάνθηκε το κάψιμο στα πόδια του και βούτηξε μεμιάς στο κρύο υγρό στοιχείο. Σαν τον πέρασμα από την κόλαση στον παράδεισο. «Α ρε Σοφία» σκέφτηκε κοιτώντας τα σύννεφα που έκαναν τη θάλασσα να μοιάζει με καθρέπτη. Έναν καθρέπτη που τον γύρισε ξανά πίσω.

            Οι πρώτες γουλιές του καφέ άνοιγαν τα νεύρα του εγκεφάλου του και η εικόνα της άρχισε να εμφανίζεται μπροστά του: «. . . μη με ξεχάσεις». Έπαιζε και αυτή το παιχνίδι της, αυτό το όμορφο και δραματικό παιχνίδι. Σήμερα δεν είχε σχολή. Θα μπορούσε να κάνει ότι θέλει. Οι τύψεις του όμως άρχισαν να παίζουν με το μυαλό του. Απορούσε πώς μπορούσε να είναι τόσο άδικος με την Αθηνά που τόσο του είχε σταθεί. Ήξερε πως άφηνε τον εαυτό του να κάνει το παράλογο αλλά δε μπορούσε να εξηγήσει πως άφηνε τη λογική απ’ έξω έχοντας τα ακουστικά του προσαρμοσμένα στην καρδιά του. Έπρεπε να ξανασκεφτεί την Αθηνά. «Σε λίγο θα ντρέπομαι να την κοιτάξω» σκέφτηκε και μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του. Το μάτι του έπεσε πάνω στο τηλέφωνο. Σκέφτηκε για λίγο, σήκωσε το ακουστικό και σε λίγο το άφησε με δύναμη. Δεν ήταν έτοιμος. Αμέσως το άκουσε να χτυπάει. Δίστασε για λίγο αλλά τελικά το σήκωσε.

-      Παρακαλώ;, έκανε περιμένοντας την απάντηση.

-      Ξύπνα ρε υπναρά, ήρθε η ώρα να σε σκίσω, ακούστηκε η φωνή του Μίμη από την άλλη άκρη.

-      Τι να κλάσεις ρε άσχετε, είπε συνειδητοποιώντας πως δεν ήταν η Αθηνά με αντρική φωνή.

-      Σε δέκα λεπτά στη Στίλβη για να στο αποδείξω, του είπε και έκλεισε πριν πάρει απάντηση.




Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο