Βασιλιάς VI

 «Αν μπορείς πιάσε με» ακούστηκε η φωνή της Νάντιας από μακριά, κάνοντας το δειλινό μαύρη νύχτα χωρίς φεγγάρι. Το ένα έγινε δυο, τα δυο έγιναν τέσσερα και η μια φιγούρα έγινε μακρινή διπλή στη στιγμή, όσο η Νάντια με το Νικόλα πλησίαζαν. Η ψυχραιμία έπρεπε γρήγορα να αντικαταστήσει το σκοτάδι, όπως και έγινε.

-      Πού είστε εσείς βρε παλιόπαιδα; Σαν έπνιξε το κύμα ή βουλιάξατε στην άμμο;, έκρινε ο Αλέξανδρος μετατοπίζοντας το στόχο από πάνω του.

-      Στην άμμο είχαμε βουλιάξει αλλά ήταν χωρίς κύματα.

Το πλέξιμο των δακτύλων τους φανέρωνε πως ένα ζευγάρι είχε κάνει την αρχή του. Στο μυαλό του Αλέξανδρου τριγύριζε η ερώτηση: «ένα ή δύο;».

«Αχ βρε Σοφία» σκέφτηκε κάτω από τον παχύ ίσκιο της κληματαριάς του κήπου του. Η ζέστη έπαιρνε το μέτρο για κάθε γωνιά του κορμιού του. Τα αυτοκίνητα άρχιζαν να πυκνώνουν στον κοντινό δρόμο, το ούζο δρόσιζε τα σωθικά του μα οι αναμνήσεις έκαναν τη θερμοκρασία της καρδιάς του να αυξομειώνεται. Πότε ασυναίσθητα γέλια και πότε προβληματισμός και σκούρες γκριμάτσες. Συνειδητοποιούσε ότι η αρχή έδινε την ένταση της στη συνέχεια και τίποτα δε μπορούσε να αποσπάσει τους συλλογισμούς του. Ήξερε ότι έπρεπε να πάρει το μυαλό του μακριά της αν ήθελε να συνεχίσει τη ζωή του με κάτι άλλο. Ήταν όμως τόσα πολλά αυτά που έζησαν που δεν μπορούσαν να αφήσουν ήσυχο το μυαλό έτσι απλά. Κάθε βήμα, κάθε πράξη, κάθε μέρος, θύμιζε εκείνη. Η γεύση του ούζου τον έφερε ξανά πίσω.

«Εσείς πώς περνάτε;» ρώτησε η Νάντια. «Ήσυχα, χαζεύαμε τα πάντα γύρω μας», έκρινε η Σοφία χωρίς να αφήσει κανένα υπονοούμενο, κάτι που έκανε τον Αλέξανδρο να ανησυχήσει καθώς ήταν κάτι που δεν περίμενε. Κάθισαν και οι τέσσερίς στην άμμο συζητώντας για την επικείμενη αργία και τα σχέδιά τους. Είναι πολλές φορές που τέτοιες περίεργες συζητήσεις, όσο άκαιρες και αν μοιάζουν, καλύπτουν υπέροχα όσα πρέπει να μείνουν κρυφά και μαθαίνουν στο στόμα να προσποιείται και στη σκέψη να κρύβεται.

Ο ουρανός είχε αρχίσει να ξεφεύγει από τη μαυρίλα του και να παίρνει τα χρώματα που για πολλούς του αρμόζουν. Η Νάντια έδειχνε να θέλει να ξαπλώσει και ο Νικόλας έκανε να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση: «Δεν την κάνουμε σιγά-σιγά;». Με πόδια βαριά και τα μυαλά γεμάτα εικόνες, σκέψεις και προσμονές, κατευθύνθηκαν προς την Πόλη που ήταν πάνω στην αλλαγή των ρυθμών. Σύντομα θα έπρεπε να πούνε αντίο και ο Αλέξανδρος πίεζε το μυαλό του για την κίνηση που θα έφερνε τη συνέχεια. Καθώς τα «νιόφτιαχτα» είχαν προχωρήσει πιο μπροστά για να πουν τα τελευταία γλυκόλογα, έκανε να πιάσει τα δάχτυλά της, ελπίζοντας σε ένα ζεστό σφίξιμο. Οι ελπίδες του όμως έμειναν ξεκρέμαστες. Η Σοφία τράβηξε το χέρι της μακριά αλλάζοντας βλέμμα και προσπαθώντας να γίνει πιο απόμακρη. Απογοητευμένος και συνάμα θυμωμένος έσκυψε ψιθυρίζοντας στο αυτί της: «Γιατί το κάνεις αυτό. Αν θες να με τρελάνεις το έχεις καταφέρει. Πες μου τι σκέφτεσαι ή πες μου να φύγω». «Φύγε, δεν έχουμε να πούμε τίποτα» εισέπραξε για άλλη μια φορά την άρνησή της μαζί με την καληνύχτα της Νάντιας καθώς ο κοινός του δρόμος είχε τελειώσει για απόψε.

«Τι έγινε ρε μαλάκα; Τα βρήκατε;», τον ρώτησε ο Νικόλας με ύφος βιαστικό. «Αντιθέτως με εσάς, τα πράγματα μπλέχτηκαν. Τράβα κοιμήσου και θα τα πούμε αύριο» του είπε, περιμένοντας την πίεση για απαντήσεις που δεν ήρθε ποτέ. «Καληνύχτα και πάρε τηλέφωνο» είπε και φεύγοντας. Το δωμάτιο ήταν ψυχρό και τα βλέφαρα δεν άργησαν να υποταχθούν στους νόμους της βαρύτητας.

«Ακόμα κοιμάσαι;» ακούστηκε η φωνή της Αθηνάς από την άλλη άκρη της γραμμής. «Έλα ρε Αθηνά, τι θες πρωί-πρωί;» είπε καθώς προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε. «Του δώσατε και κατάλαβε χτες, ε; Πήρα να σου πω πως θα φύγω για πατρίδα γιατί δεν είναι πολύ καλά η μητέρα μου. Η ώρα είναι δέκα και φεύγω σε μια ώρα. Θα έρθω τη Δευτέρα» του ανακοίνωσε. «Στο καλό και περαστικά στη μαμά σου» μίλησε η τσατίλα του απότομου ξυπνήματος. «Καλά, καλά, κοιμήσου και πάρε με όταν ξυπνήσεις. Φιλάκια» είπε η υπομονετική και γεμάτη κατανόηση Αθηνά.

Η κούραση του ήταν τόση που δεν τον άφησε να καταλάβει το απρόσμενο δώρο που μόλις είχε δεχθεί. Δυο γουλιές καφέ όμως ήταν αρκετές για να τον βγάλουν από το λήθαργο. Η ώρα ήταν κιόλας δυο. Άνοιξε τα παντζούρια του σαλονιού. Η μέρα ήταν μουντή και μύριζε βροχή, ταίριαζε γάντι με τη διάθεσή του. Η σκληρή εικόνα της Σοφίας τον ώθησε προς τη μελαγχολία. Σκέφτηκε να πάρει την Αθηνά για να ξεμπερδεύει, όμως το σήμα δεν του έκανε τη χάρη. «Γαμώ την τεχνολογία σας» μονολόγησε και βυθίστηκε στην πολυθρόνα αγναντεύοντας τα σύννεφα.

Με το μυαλό γεμάτο και κρύα χέρια προσπάθησε να καταλάβει τι είχε συμβεί το χθεσινό βράδυ. Το συνήθιζε αυτό, ήταν ένα από τα αγαπημένα του χόμπι. Έβαζε στοίχημα ότι δεν πέρναγε απαρατήρητος από τα μάτια της Σοφίας. Η πολυπλοκότητα όμως της ανθρώπινης ύπαρξης τον έκανε να αναρωτιέται μήπως κάνει λάθος. Η σκέτου γέμιζε με το φιλί και την αγκαλιά της. Ήταν δείγματα πώς δεν ήταν ένα απλό παιχνίδι, όχι γιατί συνέβησαν, αλλά για τις δονήσεις που του προξένησαν. Από την άλλη, αυτή η επίμονη άρνηση, του ήταν σχεδόν αδιανόητη. Τα γιατί ξεπεταγόντουσαν σα σμήνος παιδιών που τρέχουν για διάλλειμα. Ήξερε πως οι επόμενες μέρες θα έπρεπε να έχουν εξελίξεις γιατί κινδύνευε να χάσει την ισορροπία που τον διέκρινε. Έπρεπε να καθαρίσει το μυαλό του. Ο Νικόλας φαινόταν η μόνη σανίδα σωτηρίας. Σήκωσε το ακουστικό και τον κάλεσε. Προς μεγάλη του έκπληξη και πριν προλάβει να ακούσει το γνωστό ήχο, άκουσε μια φωνή να τον ρωτάει:

-      Άλεξ εσύ;

-      Παρακαλώ. Ποιος είναι; Ρώτησε κατανοώντας τι είχε συμβεί αλλά μη αναγνωρίζοντας τη φωνή από την άλλη άκρη.

-      Συγγνώμη αν σε ξύπνησα. Η Σοφία είμαι. Ζήτησα από το Μίμη να τηλέφωνό σου γιατί ήθελαν να βρεθούμε . . . Αν μπορείς φυσικά.

-      Καλημέρα, απάντησε σαστισμένος και γεμάτος απορία.

Η φωνή της ακούγονταν τόσο ζεστή και γλυκιά που δεν ήξερε τι να σκεφτεί.

-      Δε με ξύπνησες, καφέ έπινα χαζεύοντας τη συννεφιά. Καλά έκανες και πήρες.

-      Λοιπόν, μπορείς;

-      Αν μπορώ τι; απάντησε σα χαζός.

-      Να βρεθούμε βρε χαζούλη.

-      Βέβαια, τι ώρα σε βολεύει; Θες να έρθεις από εδώ τώρα; Είναι . . .

Ξέρω που είναι, τον έκοψε η Σοφία. Θα είμαι εκεί σε μισή ώρα, του είπε και έκλεισε απότομα.









Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο