Βασιλιάς V

 

Οι τέσσερις τους πια, με το χώρο και τα μυαλά πιο ανοιχτά, τον ουρανό μαύρο με το γιόμα να απουσιάζει και τις καρδιές των αγοριών να πετάνε μακριά. Καλύπτοντας το νεκρό χρόνο όπου οι ματιές τους μίλαγαν ακατάληπτα, συζήταγαν για ένα πρόσφατο ναυάγιο στα ανοιχτά της Ιταλίας και την επιστροφή των φοιτητών στην πόλη. Ο Νικόλας δεν άντεχε άλλο και ως δια μαγείας η Νάντια έριξε την πρότασή της για μια βόλτα στην ακροθαλασσιά κάνοντάς τον να αισθάνεται χαζός για πράγματα που θα έπρεπε να κάνει αυτός. Σηκώθηκαν με βήμα αργό και χωρίστηκαν στα δυο. «Τους βλέπω μαζί» σιγοψιθύρισε η Σοφία στο αυτί του Αλέξανδρου και συνέχισαν τη ρότα που είχαν χαράξει.

Στη διάρκεια της διαδρομής ο Νικόλας προσπαθούσε να χτίσει γέφυρες μαθαίνοντας πράγματα απλά από τη Νάντια. Όταν πια τα αστέρια φαινόντουσαν καθαρά, της πρότεινε να κάτσουν λίγο παραπέρα χωρίς η απάντησή της να επαληθεύσει τους φόβους του. Η αρμύρα μύριζε πιο έντονα και η κρύα άμμος μετέδιδε τη θερμοκρασία της στο εσωτερικό των ποδιών. Οι δυο τους ανακοίνωσαν με ένα στόμα την αλλαγή πορείας τους στον Αλέξανδρο και τη Σοφία. «Δε θα αργήσουμε» είπαν και προχώρησαν γρηγορότερα.

-     Και εμείς τι κάνουμε;, έκανε ο Αλέξανδρος φανερώνοντας την αμηχανία του.

-    Παίζουμε το παιχνίδι των ερωτήσεων, απάντησε ψύχραιμα η Σοφία και στρογγυλοκάθισε στην άμμο.

-    Αν το θέλεις μπορείς να μάθεις πολλά για εμένα, είπε ο Αλέξανδρος ανοίγοντας την όρεξη της.

-  Πες μου πώς γνωρίστηκες με τα παιδιά, και μη με ρωτήσεις αν έχω χρόνο γιατί ξέρεις καλύτερα από εμένα πως τα παιδιά θα αργήσουν.

-     Θα καταντήσω μονότονος αλλά αφού το ζήτησες μόνη σου θα ΄χω καλό άλλοθι, ξεκίνησε τις εισαγωγές ο Αλέξανδρος.

Έστρεψε το βλέμμα του στη φεγγαρόλουστη θάλασσα και ξεκίνησε.

-     Με τα παιδιά γνωριζόμαστε περίπου οχτώ χρόνια. Η κολλητή παρέα και το δέσιμό που βλέπεις τώρα ήρθαν αργότερα. Πρώτα γνωρίστηκα με το Μίμη λίγο πριν το τέλος του δημοτικού. Καινούριοι και οι δυο και κοντογείτονες, αρχίσαμε να είμαστε συχνά μαζί. Τα παιδιά ήρθαν στο γυμνάσιο αλλά καλά γνωριστήκαμε εκεί κοντά στην ηλικία των πρώτων ξενυχτιών, της πρώτης μυρωδιάς του αλκοόλ στα ρούχα. Στην ηλικία που η άποψη για τη φιλία είναι κάπως διαφορετική. Αφορμή για καλύτερη γνωριμία στάθηκε μια εργασία που αναλάβαμε κατά τύχη όλοι μαζί. Πολλές οι ώρες, πολλές οι αναζητήσεις μας και ένα κοινό απέραντο πάθος για να γνωρίσουμε τη ζωή. Στην αρχή οι τρεις τους δέθηκαν περισσότερο καθώς εγώ έτρεχα από ‘δω και από ‘κει. Για κάνα χρόνο μάλιστα κόψαμε τα πολλά-πολλά καθώς εγώ κόλλησα με άλλη παρέα. Ψιλοεγωισμοί, ψύχρα και αρκετά υπονοούμενα περί σοβαρότητας. Όταν γύρισα με τα μούτρα πεσμένα με δέχθηκαν γρήγορα. Γυναίκες και αναπτυσσόμενα ενδιαφέροντα μας έφερναν κυκλικά σε δυάδες αλλά πάντα βρισκόμασταν και περνάγαμε ώρες μαζί . . .

Γύρισε και την κοίταξε για λίγο. Εκείνη είχε ξαπλώσει στην άμμο και τον άκουγε με προσοχή σα να τον πρόσταζε να συνεχίσει.

-      Τελικά τη χρόνια των πανελληνίων εγώ έγινα ένα με το Νικόλα. Περνάγαμε πολλά αξημέρωτα βράδια μόνοι μας, την ώρα που οι άλλοι απομονώνονταν. Αργότερα ήρθε η αποκοπή με το σκόρπισμα στα 4 σημεία του ορίζοντα και οι σχέσεις του καθενός, ώσπου καταλάβαμε την αξία που είχε η επαφή μας  και να ‘μαστε, είπε και χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του η Σοφία είπε:

-   Πάντως σας ζηλεύω πραγματικά. Τέτοιες φιλίες δύσκολα βρίσκεις ανάμεσα σε γυναίκες. Πολύς ο εγωισμός, είπε και έστρεψε το βλέμμα της στο φεγγάρι.

Ξάπλωσε και αυτός στην άμμο αφήνοντας τη ματιά του να χαθεί στα κεριά του μαύρου ουρανού. Ένιωθε πολύ αμήχανα, σα μικρό παιδάκι. Αισθανόταν μια ένταση στο κορμί του. Ήθελε να σκύψει να τη φιλήσει, να αγγίξει τα μαλλιά της. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τον σταματούσε να το κάνει.

-     Και με την Αθηνά; Είστε καιρό μαζί;, ήρθε η φωνή της να απαντήσει στα ερωτηματικά του και να κάνει το βλέμμα του να χαμηλώσει.

-     Με την Αθηνά είμαστε μαζί κανα τρίμηνο. Περνάμε καλά και μου αρέσει πολύ ο τρόπος που σκέφτεται και πράττει. . .

Ήξερε πως άφηνε ένα αλλά, πως δεν έμπαινε σε λόγια δυνατά και ερωτικά, δε μιλούσε την αλήθεια. Ίσως να μη συνειδητοποιούσε ότι το έκανε επίτηδες. Σα γνήσιο αρσενικό έδειχνε την εκτίμησή του για το φύλο, αλλά άφηνε πολλές πόρτες ανοιχτές για την πονηριά του. Όλο το σκηνικό έμοιαζε με μια παρτίδα σκάκι που τώρα ξεκινούσε. Ήξερε πως ήταν καλός στο σκάκι αλλά δεν πίστευε πως η Σοφία θα του έκανε ματ από την πρώτη κίνηση. . .

-     Παρόλα αυτά δε διστάζεις να ξεκινήσεις ένα παιχνίδι μαζί μου, είπε και μετά η σιωπή πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ήξερε καλά τι έκανε η Σοφία. Υποδήλωνε τις σκέψεις της, άφηνε αιφνιδιασμένο τον Αλέξανδρο και δοκίμαζε την πρόκληση. Ήταν βέβαιο πως και αυτή κάτι την τράβαγε κοντά του. Δεν ήξερε αν ήταν προετοιμασμένη για τέτοιο παιχνίδι. Αισθανόταν έτοιμη να παίξει χωρίς πρέπει και γιατί. Με γυμνές και δυνατές αλήθειες, χωρίς να μπορεί να προβλέψει πολλές από τις επόμενες κινήσεις του συμπαίκτη της, ο οποίος δεν άργησε να αντιδράσει.

-   Αφού θες αλήθειες θα τις έχεις. Με την Αθηνά δε μας δένει ένας έρωτας, ένα δυνατό συναίσθημα, τουλάχιστον από την πλευρά μου. Περνάω καλά, την εκτιμάω πολύ αλλά δεν έχω ανακαλύψει μέσα μου αγάπη και αυτό μου δίνει το δικαίωμα να ασχολούμαι με ό,τι αξίζει τριγύρω μου, είπε, γνωρίζοντας πως η κίνησή του δεν τον έσωζε από την ήττα.

Διάλεξε, ανατρέχοντας αλλά κρατώντας μακριά τα όσα σκεφτόταν μέρες τώρα για τη Σοφία, να πέσει ηρωικά και τουλάχιστον παίζοντας.

-    Και αν βιαστείς να με κρίνεις κατηγορώντας με πως κοροϊδεύω έναν άνθρωπο, απλώς αναφέρω πως έχεις καταλάβει το παιχνίδι και έχεις ήδη αρχίσει να κάνεις τις κινήσεις σου.

Η Σοφία σηκώθηκε βουλιάζοντας τις πατούσες τις στην άμμο ώσπου να βραχούν. Άφησε το βλέμμα της να χαθεί στο απόλυτο μαύρο και τον Αλέξανδρο να αντιληφθεί ότι αντέδρασε πολύ επιθετικά. Εκείνος έμεινε ακίνητος κοιτάζοντας τον ουρανό. Σκέφτονταν πως τα πράγματα δεν είχαν πάρει την τροπή που ήθελε. Δεν της είχε δείξει τίποτα απ’ όσα σκέφτονταν για αυτή, δεν της είχε δείξει καμία πτυχή του ερωτευμένου εαυτού του. Είχε μπει σε ένα αψυχολόγητο παιχνίδι, μακριά από αυτά που συνήθιζε να παίζει. Είχε μάλλον αφήσει τον εαυτό του να παρεξηγηθεί και να χάσει τις εντυπώσεις. Συνάμα όμως, η απρόβλεπτη αντίδρασή της, η γυναικεία αθωότητά της και κάτι πιο βαθύ, ένα ένστικτο που κανείς δεν μπορούσε να περιγράψει, φούντωναν την καρδιά του και άφησαν τις φλόγες να φτάσουν μέχρι τα πόδια του. Σηκώθηκε αργά και αθόρυβα και την κοίταξε να στέκει μπροστά στην ήρεμη θάλασσα, αγκαλιάζοντας το κορμί της και κρατώντας το κεφάλι της σταθερό. Η ψύχρα, ο παφλασμός από το μικρό κυματάκι και η εντύπωση του άγριου που το σκοτάδι έδινε στην ομορφιά του συνόλου γίνονταν ένα με τη μορφή της. Πλησιάζοντάς τη άφηνε όλο τον δυνατό χτύπο της καρδιάς του να καθορίζει σκέψη και κίνηση. Εκείνη έμοιαζε να ταξιδεύει αναπόσπαστη μέσα σε σκέψεις και εικόνες. Το μυαλό του δεν έκανε καμία παραγωγική διεργασία. Ήταν ένα βήμα πριν το κορμί της.

Της άγγιξε το χέρι και αισθάνθηκε το τίναγμα από τον αιφνιδιασμό της συνεχίζοντας όμως να έχει επαφή μαζί της. Με όση ηρεμία άφηνε το άγχος του, προσπάθησε να δει τις ηλιαχτίδες του, τα κέρινα μάτια της. Η Σοφία έκανε να απομακρυνθεί καθώς η σιωπή σκέπαζε τα πάντα. Τότε την τράβηξε απότομα, κοίταξε για λίγο τα μάτια της και άφησε την καρδιά του να βγει από το στόμα του. Η γλύκα και ένα αίσθημα χαλάρωσης τον έκαναν να ανατριχιάσει. Συνέχισε να τη φιλάει όλο και πιο βαθιά μέσα στην αγκαλιά του. Μοιάζανε σαν το ζευγάρωμα δυο βεγγαλικών που φώτιζαν τη νύχτα. Σαν τον ομορφότερο και μεγαλύτερο ήλιο του δειλινού, σαν το πιο κοντινό φεγγάρι στον κόσμο.



    

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο