Πασχαλιά στο χωρίο


Το ξυπνητήρι είχε ρυθμιστεί στις 3 και μισή για τους υπόλοιπους. Εκείνον ούτως ή άλλως κάποιος θα τον ξύπναγε με ένα φιλί και μια αγκαλιά. Είχε μάθει να το θεωρεί αυτό δεδομένο. Το προηγούμενο βράδυ ήταν γεμάτο προετοιμασία και σχετική ένταση. Τι πράγματα να πακεταριστούν, τι φροντίδα ήθελε το αμάξι, πως να φορτωθεί, γκρίνια ανάμεσα στους "διοικούντες" του ταξιδιού και γενικά ανησυχία. Και πάντα ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ να παίζει στην τηλεόραση. . . Συνήθως και κάποιος άλλος ταξίδευε μαζί τους, συγγενής ή φίλος οπότε η πρωινή αναχώρηση πάντα είχε μια μικρή καθυστέρηση. . .
Ο αχνός ήχος του ξυπνητηριού τον έκανε πάντα να ανοίγει ελαφρά τα βλέφαρά του αλλά ποτέ να σηκώνεται. Ήξερε ότι είχε αρκετό χρόνο ακόμα. Ο πατέρας του θα έκανε ένα ντουζ, θα κατέβαζε τα τελευταία πράγματα, θα έπινε 2 γουλιές καφέ κάνοντας και 2 τζούρες τσιγάρο και μετά θα ήταν η ώρα της αποχώρησης. Η θαλπωρή της μητρικής αγκαλιάς έκανε το ξύπνημα τούτη την ώρα λίγο πιο υποφερτό. Πάντα υπήρχε η αίσθηση της ψύχρας λόγω της ώρας και συνήθως της εποχής. Πάντα τα βλέφαρα ήταν μισάνοιχτα, τα πρώτα χρόνια χωρίς έννοιες και στη συνέχεια με την έννοια στην οδήγηση και το δρόμο.
Στη διάρκεια όλων αυτών των ετών τα ταξίδια είχαν πάντα την ίδια βασική μυρωδιά αλλά κάθε φορά και κάτι άλλο την εμπλούτιζε ή τη χαλούσε. Η παρουσία αγαπημένων ξαδερφιών  η μουσική, το ταξίδι αυτό καθεαυτό. . . Η μυρωδιά της θάλασσας γέμιζε τα ρουθούνια του σχεδόν πάντα μαζί με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου και το κρύο αεράκι κατά το ανέβασμα στο πλοίο τους ξυπνούσε για τα καλά. Η βαβούρα, οι μανούβρες, ο κόσμος να κατεβαίνει γρήγορα από τα αμάξια για να επιβιβαστεί, η αναμονή του πατέρα που παρκάρει, όλα κομμάτια κάθε ταξιδιού. Όπως και η μυρωδιά του τσιγάρου στην επιστροφή στο αμάξι ή η γεύση του τσιγάρου στο στόμα όσο τα χρόνια περνούσαν. Και σε πολλές περιπτώσεις και η αναμονή και οι μεγάλες ουρές μαζί με τον εκνευρισμό που φέρνουν. Πολλές φορές το ταξίδι γινόταν Μ. Πέμπτη πρωί και υπήρχε πάντα στάση για Θεία Κοινωνία σε κάποιο από τα πρώτα χωριά που ακολουθούσαν. Όταν τα αμάξια της παρέας ήταν περισσότερα από ένα η μονοτονία της συνέχειας της διαδρομής με τα πολλά μικρά χωριά και τις χαμηλές ταχύτητες έσπαγε με συνεχείς εναλλαγές στη σειρά. Όσο πλησίαζε, τόσο η ανυπομονησία μεγάλωνε και τόσο η φύση τον έκανε να ξεχνιέται. Και μετά ακολουθούσε η μυρωδιά από το χώμα μαζί με μια ελαφριά ζαλάδα από τις στροφές. Ο καθαρός αέρας έκανε την αλλαγή μαζί με τον ήχο του παράπονου μέσα από τα κλαρίνα. Και κουβέντα στην κουβέντα ο προορισμός γινόταν ορατός και μετά από λίγες ακόμα στροφές κατακτιόταν. Συνήθως ήταν ακόμα πρωί και τους περίμεναν τηγανίτες με ζάχαρη ή με μέλι. Μετά από σύντομη παραμονή στο σπίτι με αγκαλιές και φιλιά το πρόγραμμα είχε είτε παιχνίδι είτε δουλειές.
Η προσμονή των ατελείωτων ωρών παιχνιδιού στο χωριό, της θαλπωρής του παππού και της γιαγιάς, του ντυσίματος με τα ρούχα στο ιερό τις ημέρες της εκκλησίας, τις βόλτες στα κατσίκια και στη φύση είχε τελειώσει και τώρα ξεκινούσε να τα ζει όλα. Βόλτες με τα υπόλοιπα παιδιά, φιλικά παιχνίδια ποδοσφαίρου με γειτονικά χωριά, εκκλησία το βράδυ με ψάλσιμο και χρέη παπαδοπαιδιού, στόλισμα του Επιτάφιου, Αποκαθήλωση, κράτημα της εικόνας της Αναστάσεως. Παράλληλα όμως και περπάτημα, ανέβασμα στο γάιδαρο, σφάξιμο του κατσικιού, γδάρσιμο και πλύσιμο των εντέρων πάντα με τον παππού να πρωτοστατεί . . . Αλλά και αργότερα, είχε βόλτες για τσιγάρο στη βροχή ή ανάμεσα στα δέντρα, βόλτες στα Γιάννενα, φλερτ, και πάντα παιχνίδι στην πλατεία με την αίσθηση αγνότητας να είναι κυρίαρχη.
Η Μ. Παρασκευή είχε πάντα μια μελαγχολία που εκφραζόταν συχνά με λίγες έστω σταγόνες βροχής. Ο κόσμος αυξανόταν πάντα στην εκκλησία και έβλεπε ανθρώπους που είχε χρόνια πολλά να δει. Είχε το νου του στο μυστήριο, συγκινούνταν όμως και από τις παρουσίες. Ο γύρος της εκκλησίας με τον επιτάφιο συνήθως του κρύωνε τα ζεστά από το καλοριφέρ της εκκλησίας μάγουλα και τον έκανε να αισθανθεί πιο ξύπνιος. Σχόλαγε αργά η εκκλησιά και ο ύπνος ήταν λυτρωτικός.
Το Μ. Σάββατο η μητέρα του του ετοίμαζε πάντα κάτι αρτύσιμο μετά τις 12 το πρωί όταν όπως του έλεγε έβγαινε η πρώτη Ανάσταση στην Αθήνα. Τα παιδικά του χρόνια του έφτιαχνε φρέσκα αυγά με ζάχαρη και αυτός τρελαινόταν. Μετά παρευρισκόταν πάντα από τότε που του το επέτρεπαν στο σφάξιμο του κατσικιού και στο γδάρσιμο αυτού. Θυμάται ακόμα το πως τα άλλα κατσίκια "έκλαιγαν" εκείνη την ώρα και πως αυτός συγκινούνταν. Και στη συνέχεια μεζέδες με τσίπουρο, δηλωτή και τον παππού να στρίβει τσιγάρο. Θυμάται το βράδυ αργά, πάλι μετά από παιχνίδι, τις μυρωδιές της μαγειρίτσας στην κουζίνα, τον κόσμο να παίρνει σειρά για το μπάνιο, τις ετοιμασίες με τα ρούχα, το περπάτημα στο συνήθως βρεγμένο έδαφος. Και μετά το μεγαλείο της Ανάστασης με τις χαρμόσυνες ψαλμωδίες και τα χαμόγελα στον κόσμο. Την αγωνία να φτάσει η λαμπάδα αναμμένη στο σπίτι και να κάνει το μαύρο Σταυρό στην πόρτα. Και μετά τη μαγειρίτσα και τα πρώτα τσουγκρίσματα μέχρι το βάρος της φλοκάτης να προκαλέσει ακινησία.
Η Κυριακή του Πάσχα εκείνα τα χρόνια ήταν μάλλον απόσπαση από το παιχνίδι και νομίζω ότι δεν τη λάτρεψε ποτέ για την κοσμικότητά της. Οι πικάντικες πέτσες όμως από τον οβελία ήταν και είναι ακόμα πολύ μεγάλο δέλεαρ. Όταν μάλιστα το ψήσιμο συνοδευόταν με μια ωραία λιακάδα και μπορούσε να γίνει και παιχνίδι παραπλεύρως της ψησταριάς όλα γίνονταν υπέροχα . . . Και πάντα υπό τον ήχο του κλαρίνου.
Και μετά άρχιζε η μελαγχολία της επιστροφής. Και όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο μεγάλωνε η μελαγχολία. Πάντα η ταλαιπωρία ήταν μεγαλύτερη στην επιστροφή. Οι μόνες αχτίδες αισιοδοξίας ήταν η προσμονή για την επανένωση με φίλους από το σχολείο και αργότερα με τις κοπέλες του. Αλλά οι αναμνήσεις και οι μυρωδιές από το χωρίο έμεναν πάντα μέσα του. Τις κρατούσε καλά κλεισμένες για να τις χρησιμοποιήσει στα δύσκολα. Για αυτόν συμβόλιζαν πάντα μια γλύκα, ένα όμορφο συναίσθημα γαλήνης και ένα τοπίο που ξεκούραζε την ψυχή. Μα πάνω από όλα συμβόλιζαν αγάπη, με νόημα και απλόχερα δοσμένη. 






Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο