Φθινοπωρινό ξύπνημα στο Πάπιγκο

Προσπάθησε να ξεκολλήσει τα βλέφαρά της για να καταλάβει από το φως αν έπρεπε να σηκωθεί. Είχε ήδη νοιώσει ότι η φωτιά είχε σβήσει, από την υγρασία που τρύπαγε κάθε γωνιά του κορμιού της και από τη συνηθισμένη μυρωδιά κάπνας που είχε απλωθεί στο χώρο. Με το ζόρι έβγαλε το κεφάλι της από τη φλοκάτη για να καταλάβει ότι ο ήλιος είχε τεντώσει τα χέρια του επάνω στην πρασινάδα του χωριού. Σήκωσε το κορμί της αργά ακούγοντας το πάτωμα κάτω από το στρώμα να στριγκλίζει. Έριξε μια πλεκτή ζακέτα πάνω από τις πιτζάμες της και κατέβηκε τις σκάλες της σοφίτας. Τα μάτια της μαγνητίστηκαν από την ομιχλώδη πρασινάδα που γέμιζε τα φύλλα του παραθύρου και η ματιά της «πάγωσε» τα πόδια της σε εκείνο το σκαλί. Χαμογέλασε. Αισθανόταν για ακόμα ένα πρωί ευγνωμοσύνη και το γέλιο της έβγαινε αυθόρμητα. . .
  Άνοιξε τη ξύλινη εξώπορτα και περπάτησε στο μικρό μπαλκόνι αφήνοντας τη φύση να την αγγίξει. Πήρε όσα ξύλα σκέφτηκε από τη θυμωνιά και γύρισε στο τζάκι για να ζεστάνει ξανά το χώρο. Είχε ανοίξει ήδη τη μηχανή του καφέ που, ζεστή πια, έσπερνε στην ατμόσφαιρα την υπέροχη μυρωδιά του λαχταριστού πρωινού καφέ. Η ησυχία ήταν τόσο απολαυστική που απέπνεε μια ηρεμία πάνω στο κορμί της. Ακουμπώντας στον πάγκο γύρισε ξανά προς το παράθυρο. Η ομίχλη συνέχιζε να υπάρχει αλλά σιγά-σιγά ο ήλιος φανέρωνε μια-μια όλες τις αποχρώσεις του καφέ.
Το φθινόπωρο ήταν η εποχή της. Η ζωντανή και αεικίνητη μουντάδα του ουρανού σε συνδυασμό με την υπέροχη παλέτα της φύσης για κάποιο περίεργο λόγο σχημάτιζαν ένα χαμόγελο στα χείλη της. Κάθισε για λίγο στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Αισθανόταν το κρύο να διαπερνά ελάχιστα το τζάμι αλλά με την κουβέρτα τυλιγμένη γύρω της, μάλλον το καλοδέχτηκε. Το μυαλό της πήγε στα τόσα πρωινά που αυτή τη στιγμή θα είχε αφήσει τον καπνό πάνω στο χαρτάκι για να ακολουθήσει μετά από λίγο ο ήχος από το κάψιμο του τελευταίου στην πρώτη ρουφηξιά. Συνειρμικά άρχισε να σκέφτεται ξανά τη ζωή της στην πόλη και το πόσο δίκαιο είχαν τα ένστικτά της που της φώναζαν όλα αυτά τα χρόνια. Ο καφές είχε τελειώσει. Ο Αντώνης ακόμα δεν είχε γυρίσει και έτσι βγήκε να κάνει λίγες δουλειές στην αυλή. Είχε βρέξει το προηγούμενο βράδυ και ο ήλιος ταξίδευε ανάμεσα από εκατομμύρια κρεμάμενες σταγόνες κάνοντας τις ματιές της να γεμίζουν με φως. Η ηρεμία του τοπίου διαταρασσόταν από τα μακρινά κελαηδίσματα πουλιών και τον έντονο αλλά συνάμα κατευναστικό ήχο του κοντινού ποταμού.

 Γύρισε στο σπίτι και άνοιξε τον υπολογιστή. Από κυνηγός ελεύθερου χρόνου είχε εξελιχθεί στο απόλυτο εργαλείο εργασίας και επικοινωνίας. Συνέχισε να δουλεύει για κάποια ώρα μέχρι που δεν ήταν πια μόνη. Ένα από τα γατιά της αυλής χτύπαγε το θαμπωμένο παράθυρό της. Βγήκε έξω να το χαϊδέψει και κάθισε στο παγκάκι για να αναπνεύσει και πάλι οξυγόνο. Σήκωσε το βλέμμα της ψηλά στην Γκαμήλα και χάθηκε για λίγο. Της είχε συμβεί πολλές φορές να χαζεύει με διάφορα τοπία ή στιγμές και να προσπαθεί να της απομνημονεύσει για να τις κουβαλήσει μέσα της. Για το συγκεκριμένο επιβλητικό και ήδη χιονισμένο βουνό δε χρειαζόταν πια. Τα χείλη της χαμογέλασαν κρυφά προσπαθώντας να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη της για τη ζωή που ζούσε πια. Σηκώθηκα αργά, έκανε έναν μικρό περίπατο και γύρισε στο σπίτι της σίγουρη ότι είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Ζούσε την ευτυχία όπως αυτή είχε αποκρυσταλλωθεί μέσα από τη ζωή της και αυτό ήταν αρκετό για να τη γεμίζει.

Υ.Γ. Βγαλμένο μέσα από προσωπικές εικόνες και θέλω αλλά και από τον υπέροχο λογαριασμό του Avragonio Hotel στο Instagram.



Σχόλια

Ο χρήστης Lefteris είπε…
Απλά τέλειο!!
Ο χρήστης Lefteris είπε…
Απλά τέλειο!

Πόσο μέσα στα Θέλω.....

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο