Καθρέπτες


Ήταν καλοκαίρι του 2002. Μετά από πολύ κόπο και αγώνα είχε έρθει η ώρα να προετοιμάσω την παρουσίαση της πτυχιακής μου εργασίας. Δέχθηκα τόσο μεγάλη πίεση που αισθάνθηκα να λυγίζω, χάνοντας την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή μου. Κάνοντας προσπάθεια να μη χαθώ πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου στο δρόμο για το σπίτι, σχεδόν κλαίγοντας, να τον ρωτήσω αν με θεωρεί άξιο άνθρωπο και αν είναι περήφανος για εμένα. Τα λόγια μου με οδήγησαν να σταθώ σιγά - σιγά στα πόδια μου και να ολοκληρώσω αυτό που έπρεπε να κάνω χωρίς να διαλυθώ. . .

Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που συνέβη αυτό. Όποτε και αν τον χρειαστώ είναι εκεί για εμένα, προσπαθώντας πάντα να πει την ήρεμη άποψή του. Θυμάμαι μια ζωή όλους να μιλάνε με τα καλύτερα λόγια για τον πατέρα μου. Ήταν και παραμένει συνήθως η ψυχή της παρέας, με γέλια, με ανέκδοτα και με κέφι. Δύσκολο να του μοιάσεις σε αυτό ειδικά όταν ήσουν ένα παιδί χαμηλών τόνων όπως και εγώ. Αλλά και φορτίο βαρύ γιατί όλοι έδιναν την αίσθηση για αρκετά χρόνια ότι περίμεναν από εμένα κάτι αντίστοιχο που δεν μπορούσα να προσφέρω. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα έως ότου εντυπωσιασμένος και αποσβολωμένος έπιανα μεγαλώνοντας τον εαυτό μου να κλέβει ατάκες του και συμπεριφορές και να προσπαθεί να αποτελέσει τη ζωντάνια της παρέας όπως αυτός.

Γενικά οι μνήμες μου από τα παιδικά μου χρόνια με αποφεύγουν ακόμα (ελπίζω όχι από κάποια πάθηση). Θυμάμαι όμως καλά έναν τύπο με μουστάκι και το τσιγάρο στο χέρι, να δουλεύει ώρες πολλές, να προσπαθεί να μου προσφέρει όλα τα καλά του κόσμου χωρίς παράλληλα να με κακομαθαίνει, να με πηγαίνει στο γήπεδο να βλέπω την αγαπημένη μου ομάδα και ας μην ήταν η δική του, να φροντίζει πάντα για διακοπές και βόλτες και παρέες, να διασκεδάζει παίζοντας χαρτιά και τάβλι με ένα σωρό κόσμο, να φιλάει τη μάνα μου και να με παίρνει στην αγκαλιά του ή να μου κρατάει το χέρι στο κρεβάτι του βλέποντας αγώνες Roland Garros μετά από Κυριακάτικο μπάνιο στην ψάθα και πριν το ροχαλητό του να σπάσει την ηρεμία του μεσημεριού. 

Μετά ήρθε η εφηβεία. Το μυαλό άνοιξε και τα μάτια παρατηρούσαν και άλλα πράγματα. Έβλεπε και τις αγχωμένες, τις νευρικές, τις μαύρες στιγμές του ανθρώπου που όλοι θεωρούσαν ως αυτό που λέμε έξω καρδιά. Άκουγα και τις φωνές του, άκουγα τσακωμούς με τη μάνα μου, άρχισα να βλέπω τις αγωνίες του και πάντα με κάποιο τρόπο ένοιωθα και τον ίσκιο του. Και εκεί οι κόντρες μας δεν ήταν πάρα πολλές με τη μάνα μου να συμβάλει σε αυτό. Θυμάμαι να με πηγαίνει πάντα στης προπονήσεις και να ακούω από έξω το γέλιο του, ανάμεσα σε φωνές, ουίσκι και τσιγάρο, θυμάμαι να καθόμαστε να δούμε έργο και να κοιμάται, να καθόμαστε να δούμε έναν αγώνα και να εκνευρίζομαι που με ρωτάει 5 φορές το ίδιο πράγμα, θυμάμαι τη διάθεση του να πηγαίνουμε σε σπίτια φίλων άσχετα από την κούρασή τους. Θυμάμαι τις διακοπές με μεγαλύτερη χαλαρότητα, να ψαρεύουμε και να παίζουμε παρέα από βόλεϊ μέχρι μήλα. . . Γενικά δεν τον θυμάμαι μέχρι τα χρόνια των πανελληνίων να ασχολείται ιδιαίτερα με τα μαθήματα μου, την πρόοδό μου ή τους βαθμούς μου. Θυμάμαι όμως στα πρώτα ξενύχτια να έχω στο μυαλό μου το φόβο του να μην αργήσω και θυμάμαι και τη μάνα μου να με καλύπτει σε κάποιες περιπτώσεις.

Την πρώτη φορά που τον θυμάμαι να κλαιει ήταν όταν πέθανε ο πατέρας του. Το θυμάμαι καλά αυτό το ταξίδι από την Αθήνα στα Γιάννενα όπως και όλες εκείνες τις μέρες.

Στη μεγαλύτερη αλητεία ίσως της ζωής μου, στα Εξάρχεια ως μικρό παιδί, θυμάμαι να με ρωτάει αν το έκανα εγώ στη γωνία στο μπαλκόνι μας και μετά να συμπεριφέρεται ήρεμα. Φωνές νομίζω ότι θυμάμαι όταν στην 2α Λυκείου τσακωνόμασταν για το αν θα πάω με ΚΤΕΛ με μια κοπέλα στην Σπάρτη και μετά τις πρώτες φορές που ήρθε η ώρα να πάρω το αμάξι, όταν το απόγευμα που πήρα το δίπλωμα πήγα να τον συναντήσω παρά το γεγονός ότι μου είχε πει ότι είναι αντίθετος, στη Βραδυνή που δούλευε τα βράδια καθώς το μαγαζί είχε αρχίσει να μην πηγαίνει καλά, και του ζητούσα μέχρι να τα πάρω τα κλειδιά του αυτοκινήτου για να πάω μια βόλτα . . . Μπορούσα να δω στα μάτια του πόσο προσπαθούσε να με εμπιστευτεί αλλά και πόσο φοβόταν.

Τα χουνέρια που πέρασαν και οι 2 μαζί μου ήταν πολλά. Τον θυμάμαι να προσπαθεί να τρέξει χωρίς να με πονέσει για να φτάσουμε στο Παίδων όταν έσπασα το χέρι μου. . . Το θυμάμαι να με τρέχει στο νοσοκομείο με κρίση σκωληκοειδίτιδας 3 φορές μέχρι τελικά να κάνω την επέμβαση. Τον θυμάμαι να προσπαθεί να με «επαναφέρει στη ζωή», μετά τα 2 τρακαρίσματα που έκανα στα Γιάννενα και που τους έφεραν νυχτιάτικα να ταξιδεύον για να με δούν και να καταφέρνει να απομακρύνει τελικά τις τύψεις μου για τα λεφτά που θα πλήρωνε ξανά για εμένα . . . Θυμάμαι στο δεύτερο κρασάρισμά μου να προσπαθεί να μου δείξει τον δρόμο για να εμπιστευτώ τον εαυτό μου. Θυμάμαι τα δύσκολα χρόνια της απόφασης για το μέλλον να εκφράζει μέσα σε ένα αυτοκίνητο μια βροχερή μέρα την εμπιστοσύνη του σε εμένα λέγοντας πως «ότι και να κάνεις θα το κάνεις καλά, μην σε αγχώνει θα το βρεις το δρόμο σου». Θυμάμαι τα χρόνια του Πανεπιστημίου να του μεταφέρω άγχος, αρνητισμό και φόρτιση ειδικά πριν από κάθε μεγάλη παρουσίαση ή εξετάσεις.

Θυμάμαι όμως και το πως κάποιες φορές δεν τον ικανοποιούσε αυτό που έκανα, που ήθελε να τον βοηθάω χωρίς να δυσανασχετώ, που στράβωνε όταν έβλεπε την κατσούφικη φάτσα μου να μην του μιλάει και πολύ, που δε σηκωνόμουν από τον καναπέ να τον χαιρετίσω όταν γύρναγε από τη δουλειά, που του έβαζα πάγο με τη συμπεριφορά μου όταν «κέρδιζε» τους φίλους μου . . . Μέχρι τότε, τα περισσότερα προβλήματα που είχε περάσει η σχέση μας οφείλονται είτε σε εμένα είτε σε πράγματα που τον θεωρούσα εγώ υπεύθυνο σε σχέση με τη μάνα μου. Και φυσικά στο ότι χωρίς να το προκαλεί ο ίδιος εσκεμμένα, εγώ ένοιωθα να τον έχω από πάνω μου και να μην μπορώ να ξεδιπλώσω το δικό μου εαυτό (νομίζω ότι αρκετοί από τους άντρες το έχουν αισθανθεί αυτό).

Μετά ήρθε το 2003 και το πρώτο συμβάν. Ήμουν στο σπίτι μου στα Γιάννενα μαζί με τη Χριστίνα, έριχνε καταιγίδα και βλέπαμε το Fast and the Furious θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Η μάνα μου στην άλλη άκρη μου τα μάσαγε για να μην ταξιδέψω νύχτα και εγώ προσπαθούσα να συγκρατήσω την αγωνία και τις μαύρες σκέψεις μου. Ταξίδεψα το πρωί, ούτε που θυμάμαι πολλά, και σε είδα στο πρώτο επισκεπτήριο της εντατικής το απόγευμα μαζί με τη Χριστίνα. Από εκεί ξεκίνησε ένας γύρος θυμού προερχόμενου από το φόβο της απώλειας. Θυμού για τις κακές συνήθειες, θυμού για την αντιμετώπιση του συμβάντος, θυμού για την αντιμετώπιση των τριγύρω. Θυμού που άνοιγε τάφρο στην επικοινωνία μας. Με έφερε πολύ πίσω. Θύμωνα γιατί θεωρούσα ότι έπρεπε και μπορούσες καλά να κάνεις αλλαγές στη ζωή σου που μπορεί και να σε οδηγούσαν πιο μακριά.

Μέσα σε αυτά τα χρόνια δεν παρέλειψες ποτέ να ήσουν εκεί όποτε στο ζητούσα. Και δίπλα στη Χριστίνα και όλους στα δύσκολα και στη δημιουργία του σπιτιού μας και στο γάμο μας. Πάντα πρόθυμος να εξυπηρετήσεις και να μοιραστείς. Αυτό μπορώ πια να το δω ξεκάθαρα. Ο θυμός υπήρχε από πίσω και μας στέρησε ίσως πολύ κοινό χρόνο για τον οποίο μετανιώνω. Προσπαθούσα πάντως και μέσα σε αυτό το διάστημα να μένω κοντά και να καταπιέζομαι αντί να καταπιέζω. . . Και στη φυγή μου από τα Γιάννενα ήσουν εκεί και στο στρατό ήσουν εκεί να μου ανεβάσεις την ψυχολογία και στη δουλειά μετά. Και εγώ αισθανόμουν ότι δε σου στεκόμουν σε στιγμές που με χρειαζόσουν όπως το κλείσιμο του γραφείου και οι αλλαγές στην καθημερινότητά σας. . . Και τα άγχη και ο φόβος και τα οικονομικά . . .

Και μετά, εκεί που ο θυμός κόντευε να χαθεί, ήρθε το 2ο συμβάν. Ήταν η 2η φορά που σε πήγαινα στο νοσοκομείο, μα ο φόβος ήταν αυτή τη φορά μεγαλύτερος. Ευτυχώς είσαι δίπλα μας ακόμα!!! Με έφερε λίγο πίσω και αυτό αλλά όχι σαν την πρώτη φορά. Και γρήγορα ήρθε η Σοφία, που τόση αδυναμία σου έχει. Και είδα ξανά το πόσο εύκολα συγκινείσαι και το πόσο θέλεις να προσφέρεις και να συμπαρασταθείς. Και πάλι με λιγότερο κοινό χρόνο λόγω δικών μου περιορισμών αλλά πάντα με μια φωνή στο μυαλό που να λέει «θα τα βρούμε όλα» . . .  Και μπαίνοντας όλο και περισσότερο στο ρόλο που εσύ είχες όλα αυτά τα χρόνια, όλο και περισσότερο καταλαβαίνω πράγματα που έβλεπα και αναγνωρίζω συμπεριφορές και καταστάσεις . . .

Και σήμερα, ξανά μέσα στα δύσκολα βλέπω ακόμα την ίδια διάθεση ακόμη και αν τα χρόνια περνάνε. Και ο χρόνος δημιουργεί μια πίεση ανεξήγητή και την ίδια έννοια και τον ίδιο φόβο να προσπαθεί να επικρατήσει. Μακάρι τα επόμενα χρόνια να μπορέσουμε να μοιραστούμε περισσότερο χρόνο μαζί και να είσαι δίπλα μας να μας συμβουλεύεις και να μας σκέφτεσαι, με ενέργεια και κέφι.

Υ.Γ.1 Όπως όλοι ξέρετε θέλει τόμους για να αποτυπώσεις τέτοιου είδους αναμνήσεις, οπότε μπορεί κάποτε να γραφτεί και ένα άλλο κείμενο.

 Υ.Γ.2 Μάνα δε σε ξεχνώ . . .





 

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο