Μια ιστορία από τα παλιά

Ήταν καλοκαίρι του 1994. Ερωτευμένος στο μυαλό, πήγα με παρέα και μια αίσθηση ελευθερίας στα Γιάννενα. Χωρίς γονείς και με την καλή διάθεση που απολαμβάνει ένας νέος εκείνης της ηλικίας βρέθηκα σε μια συναυλία στα ψηλά της πόλης με την ελπίδα ενός φιλιού . . . Οι Κατσιμιχαίοι ήταν εκεί για να μας κρατήσουν συντροφιά. Τα ακούσματά μου εκείνη την περίοδο ήταν αρκετά περιορισμένα όσον αφορά την ελληνική ροκ σκηνή. Παρόλα αυτά η μουσική που θα άκουγα ήταν το λιγότερο που βασάνιζε το μυαλό μου στην αρχή εκείνης της βραδιάς.


Το σκοτάδι είχε πέσει και τα φώτα της πόλης φαινόντουσαν σα μικρά κεριά που παλεύουν για τη ζωή τους με τον αέρα. Το φωτισμένο τζαμί του κάστρου μαγνήτιζε τη ματιά από μακριά, την παράσταση όμως κέρδιζε το φως του φεγγαριού πάνω στα ασάλευτα νερά της λίμνης. . . Η υγρασία είχε ψυχράνει την ατμόσφαιρα και τα πουλοβεράκια είχαν έρθει για να ζεστάνουν την κατάσταση. Είναι ένα από τα πρώτα live που θυμάμαι μόνος μου στη ζωή μου, μαζί με κάποια του Νταλάρα στη Ν. Φιλαδέλφεια και το Λυκαβηττό. Η συναυλία ήταν εκπληκτική και επειδή από νωρίς είχε διαφανεί ότι το φιλί δε θα ερχόταν ποτέ εκείνη τη βραδιά, προσπαθούσα να εστιάσω την προσοχή μου σε μελωδίες και στίχους, να ρουφήξω όσα πιο πολλά μπορούσα.

Λίγο μετά τις 12 ξεκίνησα την κατηφοριά με ένα αίσθημα ευφορίας παρά το γεγονός ότι δεν είχα καταφέρει τον υψηλό μου στόχο και ο έρωτάς μου θα έμενε για λίγο ακόμα πλατωνικός. Με είχε μαγέψει αυτό που άκουσα, είχα φύγει με ένα αίσθημα πληρότητας και με το μυαλό μου γεμάτο μελωδίες. Όμως ένας μόνο στίχος είχε καρφωθεί και τον σιγοτραγουδούσα: «Τώρα τι να σου πω, τι να μου πεις και εμένα, έτσι όπως παίξαμε μαζί με ζάρια πειραγμένα». Όπως φυσικά θα γνωρίζετε ο στίχος αυτός ανήκει στο τραγούδι «Ανόητες Αγάπες», το οποίο μαζί με τους Κατσιμιχαίους τραγουδούσαν οι Πυξ-Λαξ.

Εγώ φυσικά τότε δε γνώριζα το τραγούδι και φυσικά δεν ήξερα που θα μπορούσα να το βρω. Ήξερα τους Πυξ-Λαξ, από μια κασέτα που είχε δώσει στους γονείς μου ο ξάδερφός μου ο Αλέξης, μέσα στην οποία υπήρχε το «Ασ’ τη να λέει» με τη φωνή του Βασίλη Καρρά, μεγάλη αδυναμία του ξαδερφού μου εκείνη την εποχή. Αλλά ως εκεί, ούτε είχα ακούσει άλλο τους τραγούδι ούτε ήξερα τι αντιπροσώπευαν αυτοί οι τύποι. Αποχαιρέτησα την παρέα μου και έτρεξα στη Γωγώ που περίμενε λίγο παρακάτω για να με πάρει μαζί της στο χωρίο. Οι στίχοι συνέχισαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου και θεωρώντας ότι το άτομο που είχε συλλογή δίσκων του Παπακωνσταντίνου και των Κατσιμιχαίων στο δωμάτιο του θα μπορούσε να με βοηθήσει, τις σιγοψιθύρισα το τραγούδι και πήρα την απάντηση που μου χρειαζόταν.

Με την επιστροφή μου στην Αθήνα και την πρώτη ευκαιρία κατέβηκα στο Metropolis για να κατακτήσω το διακαή μου πόθο. Ρώτησα για επιβεβαίωση και πήρα το CD «ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΙΓΚΗΠΕΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΟΧΘΗΣ» με ένα καφέ εξώφυλλο και μια φωτογραφία με μια γυναικία φιγούρα δίπλα σε ένα δέντρο με φόντο ένα πανέμορφο ηλιοβασίλεμα. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Γύρισα σπίτι και αφού απόλαυσα το «Ανόητες Αγάπες», 2ο τραγούδι του CD, άρχισα να ακούω και τα υπόλοιπα τραγούδια. Είχα βρεί το άκουσμα που μπορούσε να εκφράσει κάποιες πτυχές της ψυχής μου . . .

Το 1996, και αφού είχε μυηθεί και ο κολλητός μου ο Μανώλης στα ακούσματα αυτά, αγόρασα το 2ο CD, το «Ο ΜΠΑΜΠΟΥΛΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ». Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι το αγόρασα από ένα δισκοπωλείο που υπάρχει ακόμα στο Ίλιον, έναντι 5.700 δραχμών και πήγα κατευθείαν σπίτι με το Μανώλη για να το ακούσουμε. Από το πρώτο άκουσμα το αγάπησα και το κρατάω μέχρι σήμερα μέσα μου. Από τότε όλη η εφηβεία μου και όλα τα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια είναι συνυφασμένα με αυτό το συγκρότημα. Η αγάπη μου για αυτό το γκρούπ διογκώθηκε με τις βραδιές κιθάρας που βίωσα, κάπου εκεί πριν το τέλος του λυκείου, στον υπέροχο βράχο απέναντι από την είσοδο της Ακρόπολης, που τότε ήταν γνωστός σε λιγότερους από ότι τώρα.

Εκεί λοιπόν, γνωριστήκαμε με 2 παιδιά που έπαιζαν κιθάρα και μάζευαν μεγάλες παρέες τριγύρω τους. Την πρώτη φορά που τους πετύχαμε μείναμε μαζί τους μέχρι της 4 και μισή το πρωί αψηφόντας την απειλή της κατσάδας από το σπίτι. Από τότε τους πετυχαίναμε συνέχεια, είτε έξω από το θέατρο του Λυκαβηττού μετά από συναυλίες των Πυξ-Λαξ, είτε σε μαγαζιά που έπαιζε το γκρούπ. Δε θυμάμαι πολλά από τα παιδιά αυτά, μόνο ότι τον έναν τον έλεγαν Παναγιώτη και ότι αργότερα τον συναντήσαμε να τραγουδάει επαγγελματικά στην παλιά Αρχιτεκτονική. Αυτό που θυμάμαι όμως είναι ότι από αυτούς μάθαμε ένα τραγούδι των Πυξ-Λαξ που λίγοι το ξέρουν, τον «Κόκκινο Στίβο».

Τα χρόνια περνούσαν και εμείς παραμέναμε πιστοί. Είχαν γίνει πια τις μόδας και αυτό δε μας άρεσε πολύ, αλλά παρόλα αυτά ήμασταν πιστοί στο ραντεβού μας στο Λυκαβηττό για 7 συνεχόμενα χρόνια, πιστοί σε κάθε σεζόν τους στο Δίπλα στο Ποτάμι και γενικά δε χάναμε ευκαιρία να τους ακούσουμε (να σκεφτείτε τους έχουμε ακούσει με μεγάλη παρέα στο Club του καφέ Άπολις στην Πετρούπολη πιθανότατα το 1996). Υπάρχει πλέον στη συλλογή μου όλη η δισκογραφία τους αλλά έχουν χαθεί τα αποκόμματα από όλες αυτές τις συναυλίες. Η διάλυση τους και γενικότερα η κακή χημεία που έβγαζαν λίγο πριν από αυτή ήταν κάτι που με στεναχώρησε, όπως και το κορόιδεμα που έτρωγα όλα τα προηγούμενα χρόνια από γνωστούς κάθε φορά που κυκλοφορούσε η φήμη ότι το συγκρότημα διαλύθηκε.

Το πιο στενάχωρο από όλα όμως είναι ότι η υπέροχη φωνή του Στόκα έχει πια χαθεί. Παρόλο που ο ίδιος συνεχίζει να δίνει την ψυχή του πάνω στη σκηνή, το μεγαλειώδες παρελθόν του τον κυνηγάει. Βρεθήκαμε πρόσφατα με φίλους στη σκηνή που τραγουδούσε φέτος το χειμώνα και δυστυχώς το αποτέλεσμα ήταν πολύ μελαγχολικό. Το μόνο παρήγορό είναι ότι στο μαγαζί υπήρχαν πολλά εικοσάχρονα παιδιά . . . Μάλλον η καλή μουσική είναι διαχρονική . . . Χαίρομαι που και άλλοι άνθρωποι θα μπορούν να συνοδεύσουν τόσα ηλιοβασιλέματα στην παραλία, τόσα χιλιόμετρα στις εθνικές οδούς, τόσα μελαγχολικά βράδια με τη βροχή να χτυπάει το τζάμι με το καλύτερο soundtrack. Όπως έκανα και εγώ για τόσα χρόνια . . .



Υ.Γ.1. Χρόνια πολλά σε όλους και σε όλες

Υ.Γ.2. «Οι φίλοι μου πλάσματα μοναχικά περνάν τις νύχτες μουρμουρίζοντας «δρόμους» πότε ήσυχους σαν λύπη και πότε δυνατούς σα συμφορά . . . Όσο για σένα να ‘σαι καλά. Γιατί αν τόσο πόνο δεν είχες περίτεχνα φτιάξει με τα «χεράκια σου» τραγούδι αυτός δε θα ‘χε γίνει για να βρει παρηγοριά. Ξέρω, μου το έχεις ξαναπεί: η καταστροφή έχει μέσα της τη χαρά της δημιουργίας . . . Όσο για τους κατεστραμμένους ανθρώπους, να ξέρεις ότι είναι επικίνδυνοι, γιατί ξέρουν τον τρόπο να επιβιώσουν.». Μπάμπης Στόκας σε κείμενο από το βιβλιαράκι του δίσκου «Ο ΜΠΑΜΠΟΥΛΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ»


 

 

 

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
ωραίο κείμενο...νοσταλγικό (μια μικρή διόρθωση, η συναυλία στο Άπολις ήταν Ιούνιος του 1997, τελευταία μέρα των Πανελληνίων...συγνώμη αλλά πάντα πιστεύω ότι οι λεπτομέρειες έχουν σημασία!)

αγγελική
Ο χρήστης The Bald Revenger είπε…
Ευχαριστώ τη διάθεση. Πάντα είχα μια τάση να με μεγαλώνω . . .

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο