Βασιλιάς VII

 

«Τι σημαίνει πάλι αυτό;»  αναλογίστηκε και άρχισε γρήγορα να συμμαζεύει το αχούρι. Ήξερε πως το πιθανότερο σε αυτές τις καταστάσεις ήταν να του ζητήσει συγγνώμη για ό,τι είχε συμβεί και να του πει ότι ήταν ένα λάθος. Από την άλλη όμως γιατί να έρθει σπίτι του όπου θα ήταν πιο δύσκολα για την ίδια; «Κοντός ψαλμός. . .Αλληλούια» είπε, δείχνοντας την αλλαγή στη διάθεσή του. Πολλές φορές στη ζωή του, τα πράγματα είχαν εξελιχθεί καλά όταν δεν προλάβαινε να σκεφτεί πολύ και αυτοσχεδίαζε. Αυτό ήταν κάτι που στην ταχύτητα που είχαν πάρει τα γεγονότα του έδινε περιστασιακή αυτοπεποίθηση. Κάθισε λοιπόν στο μπαλκόνι και περίμενε.

Κάτι φώτισε τον ουρανό όταν η Σοφία φάνηκε να μπαίνει στο στενό. Ο Αλέξανδρος δεν την είδε και συνέχιζε να στρίβει ένα τσιγάρο όταν ακούστηκε το κουδούνι ταυτόχρονα με μια κοντινή βροντή. Σηκώθηκε και άνοιξε την κάτω πόρτα καταπιέζοντας την αύξηση των σφυγμών του και διώχνοντας, χωρίς και ο ίδιος να καταλαβαίνει πώς, κάθε φόβο μακριά.

-  Αυτό δεν περίμενα να το δω ούτε στα πιο μακρινά μου όνειρα, της είπε καθώς περνούσε το κατώφλι του.

-    Γιατί καλέ;, απάντησε η Σοφία γελώντας για να κρύψει το άγχος της.

-    Καλωσορίσατε στο φτωχικό μας, συνέχισε ο Αλέξανδρος κάνοντας κινήσεις καμαριέρας και μη μπορώντας να χωρέσει στα μάτια του την εικόνα που αντίκρυζε.

Η Σοφία έλαμπε από την κορφή ως τα νύχια. Φόραγε ένα μαύρο μακρύ φόρεμα με ένα άσπρο πουλόβερ. Τα μαλλιά της γυάλιζαν, τα μάτια της σπινθήριζαν και το κορμί της σε καλούσε κοντά του.

- Σαλόνι, κουζίνα, κρεβατοκάμαρα, μπάνιο και μπαλκόνι. Έτσι δεν κάνουν; Θα κάτσουμε έξω ή κρυώνεις;, ρώτησε ευγενικά

  Να κάτσουμε, αρκεί να φτιάξεις έναν ζεστό καφέ.

- Αμέσως, είπε ο Αλέξανδρος κατευθυνόμενος προς την κουζίνα.

Την παρατηρούσε, καθώς χτύπαγε τον καφέ, να χαζεύει τα δέντρα να δημιουργούν τις δικές τους χορογραφίες στους ρυθμούς του αέρα. Σκέφτηκε πως ταίριαζε απόλυτα στο σκηνικό και τη φαντάστηκε να χορεύει στους ρυθμούς του αγαπημένου του τραγουδιού. Ένα σύννεφο αμηχανίας είχε σκεπάσει όλο το χώρο.

  -  Να και ο καφές σου, είπε καθώς της έδινε τη μεγάλη κούπα.

  - Δε με ρώτησες πώς τον πίνω, είπε η Σοφία, δημιουργώντας του προβληματισμό.

   - Πήρα τα ρίσκα μου, απάντησε καθώς την είδε να πίνει την πρώτη γουλιά.

   - Και πέτυχες, απάντησε η Σοφία κλείνοντάς του το μάτι.

Το παιχνίδι είχε ξαναρχίσει και επίσημα.

Έβαλε μια από τις αγαπημένες του κασέτες και κάθισε ακριβώς απέναντι της. Τα δυο τους κεφάλια ενώνονταν από το τεράστιο δέντρο που υπήρχε ανάμεσά τους στο γενικότερο πλάνο. Κοίταζε τα μάτια της επίμονα. Έμοιαζαν με τις σταγόνες πάνω στα φύλλα του δέντρου. Σταγόνες μεγάλες που ιρίδιζαν στις λιγοστές ηλιαχτίδες που διαπερνούσαν το τείχος του μαύρου ουρανού. Ήταν τόσο τεράστια μικρό αυτό το διάστημα που λες και ο χρόνος δεν περνούσε. Η Σοφία κρατούσε τους ήλιους της πάνω του χωρίς να ανοίγει τα χείλη της. Ο μακρινός θόρυβος του δρόμου ξέφτιζε στα αυτιά τους. Ήπιε μια γουλιά καφέ και ήξερε πως έπρεπε να μιλήσει. Ο Αλέξανδρος δεν έλεγε να αρθρώσει λέξη. Μια δυνατή βροντή σήμανε την αρχή μιας τρομερής μπόρας. Ο ήχος των σταγόνων στο μικρό στέγαστρο σκέπασε ακόμη και τις βροντερές σιωπές τους. Το νερό όμως που έπεφτε δεν κατάφερνε να σβήσει τη φλόγα που έκαιγε μέσα τους.

Η Σοφία σηκώθηκε και προχωρώντας προς τα μέσα έβγαλε αργά το πουλόβερ της αφήνοντάς το στον καναπέ. Μόλις χάθηκε η οπτική επαφή ανάμεσά τους, ο Αλέξανδρος την ακολούθησε σα να μην ήθελε να κοπεί ο μυστήριος μίτος που τους έδενε. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει και η ψυχή του λαχταρούσε σα να έφτανε το τέλος. Την παρακολούθησε να ανάβει τα κεριά πάνω στο προσκέφαλο. Άφησε με μια μικρή κίνηση το φόρεμά της να πέσει στο γυμνό πάτωμα και το κορμί της φανερώθηκε σαν το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα που υπήρξε ποτέ. Κινήθηκε προς το μέρος του, άγγιξε τα μαλλιά του, χάιδεψε τα γένια του, άφησε την αναπνοή της να ζεστάνει τα χείλη του και τον φίλησε βάζοντάς τον στο πιο όμορφο παραμύθι χωρίς τέλος. Εκείνος ανταποκρίθηκε σφίγγοντάς την στα χέρια του, χαϊδεύοντας το κορμί της απ’ άκρη σ’ άκρη. Την σήκωσε στα χέρια του αφήνοντάς την πάνω στα μαύρα σεντόνια. Φίλησε τους λοβούς των αυτιών της ανασαίνοντας βαριά. Έβγαλε και εκείνος τα ρούχα του, έπαιξε με τα δάχτυλα των ποδιών της, ανέβηκε στο στήθος της φιλώντας το και σφίγγοντάς το. Αισθανόταν την ανάσα της να αυξάνει το ρυθμό της και να καίει, το κορμί της να λικνίζεται και τα μάτια της να ψάχνουν τα δικά του. Φίλησε τις θηλές της με όσο πάθος μπορούσε να μεταφέρει από την ψυχή στο στόμα του. Γύρισε απότομα και την κοίταξε στα μάτια βλέποντας τον παράδεισό του. Τη φίλησε με πάθος αισθανόμενος παράλληλα τα υγρά πέπλα της. Συνέχισε να τη φιλάει κοιτάζοντας τη στα μάτια και γλίστρησε μέσα της. Άκουσε το βογγητό της μέσα από την καρδιά του και αισθάνθηκε τα χέρια της να σημαδεύουν την πλάτη του . . .

Ο ήχος της βροχής στόλιζε τη σιωπή του δωματίου και έφερνε μια ψύχρα γλυκιά και ζεστή που λύτρωνε τα πυρωμένα κορμιά τους. Δεν ήταν ένα όνειρο, μια σκηνή από ταινία, ένα όραμα. Ήταν μια μελωδία φτιαγμένη από τις νότες της ψυχής, ένας πίνακας ζωγραφικής με τα πιο ζωντανά χρώματα, ένα λουλούδι με το άρωμα της ευτυχίας. Ήταν ο ήλιος και το φεγγάρι που συναντήθηκαν και τώρα καθόντουσαν λαμπερά και αγκαλιασμένα στο σεντόνι του ουρανού. Το μυαλό τους ήταν άδειο. Τα χέρια τους σφιχτοδεμένα, προσέφεραν ένα γλυκό ανατρίχιασμα. Κανένας δεν ήθελε να σηκωθεί από εκεί, κανείς τους δεν ήθελε να μιλήσει ή να εξηγήσει. Ήταν ήδη φανερό και στους δυο πως ήταν ό,τι πιο ωραίο είχε συμβεί στις ζωές τους. Το μαρτυρούσαν άλλωστε τα ζωγραφιστά χαμόγελα στα ενωμένα πρόσωπά τους. Είναι κάποιες τέτοιες στιγμές που ο λόγος μοιάζει με γαϊδουράγκαθο μέσα σε κήπο με τριανταφυλλιές και είναι προτιμότερο να μην τον αγγίζεις. Έμειναν έτσι, συζητώντας με τα κορμιά και τα μάτια τους για ώρες, ώσπου ο Μορφέας τους πήρε στις αγκάλες του.





Υ. Γ. Ευχαριστώ πολύ τη Μαρία Θεοδωράκη για το σκίτσο που είχε φτιάξει για την έως εδώ ιστορία που είχε γραφτεί το μακρινό 2001. 



Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο