ΒΑΣΙΛΙΑΣ (Κεφάλαιο XΙV, «Λυπάμαι, αλλά νομίζω ότι δε θα δουλέψει αυτό»)


Κεφάλαιο
XΙV

«Λυπάμαι, αλλά νομίζω ότι δε θα δουλέψει αυτό»

            Η Όλγα ήταν ένα κορίτσι βγαλμένο από ερωτικό μυθιστόρημα και στην εμφάνιση αλλά και στον χαρακτήρα της. Μικρή κορμοστασιά, καρέ φουντωτό μαλλί, πρασινογάλανα μάτια, γυμνασμένο κορμί και μια καρδιά που πέταγε φλόγες από μακριά. Ήταν η ψυχή της παρέας, ο τύπος που θα ξεκολλούσε τους υπόλοιπους από τον καναπέ, ο άνθρωπος που θα προσπαθούσε να ζει κάθε μέρα όσα περισσότερα μπορεί ώστε να έχει γεμάτο το βιβλίο κάθε χρονιάς που περνούσε. Όπως πολύ συχνά γίνεται με αυτού του τύπου τους ανθρώπους, είχε μέσα της πολλές σκοτεινές γωνίες και ακόμα βαθύτερα την προσμονή ότι κάποιος θα έρχονταν να ρίξει φως χωρίς να τρομάξει από αυτά που θα ανακάλυπτε εκεί. Μεσαίο παιδία μιας τρίτεκνης οικογένειας, κρατούσε καλές σχέσεις με τις 2 αδερφές της, ένοιωθε όμως συχνά να καταπιέζεται. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες και αγάπησε πολύ το κομμάτι του εθελοντισμού και της προσφοράς στους ανθρώπους.

            Με τον Αλέξανδρο είχαν συναντηθεί πολύ πριν βρεθούν στην ίδια εταιρία σε μια εκδρομή κοινών τους φίλων στα Ζαγοροχώρια. Προχωρώντας και οι δυο με πιο γρήγορο βήμα, σε μια διαδρομή μέσα στη χαράδρα του Βίκου, απομονώθηκαν από τους υπόλοιπους και ξεκίνησαν μια από αυτές τις υπέροχα ατέρμονες κουβέντες, ξεγυμνώματος χαρακτήρα, για τη ζωή και την καθημερινότητα. Γρήγορα κατάλαβε ότι η γοητεία του την τραβούσε σα μαγνήτης και τα λόγια του για τη νέα στάση ζωής που προσπαθούσε να υιοθετήσει, αυτή του να παίρνω κάθε μέρα μόνο τα καλά στο δρόμο για την επόμενη, ήθελε να γίνει και δική της. Λοξοδρομώντας σε κάποιο σημείο του μονοπατιού και αφού πέρασαν με κομμένη την ανάσα ανάμεσα από ένα ελεύθερο κοπάδι αγελάδων βρέθηκαν σε ένα ξέφωτο δίπλα στο ποτάμι. Το νερό ακουγόταν αναστατώνοντας την ψυχή και οι εκατοντάδες παραλλαγές του πράσινου γέμιζαν τα μάτια τους. Το σημείο ήταν σκιερό και η ψύχρα την οδήγησε γρήγορα στην αγκαλιά του. «Καταλαβαίνω ότι έχεις κάτι πολύ ιδιαίτερο», της είπε. «Μια σπίθα που μπορεί να κάψει ολόκληρα βουνά». Οι καρδιές τους χοροπηδούσαν πίσω από το δέρμα τους και οι παλάμες τους είχαν ιδρώσει. Χάιδεψε τα μαλλιά της οδηγώντας τα πίσω από το αυτί και έσκυψε δίνοντάς της ένα τρυφερό φιλί.

Η ίδια ανταπέδωσε χαμογελώντας, η στιγμή τους όμως διεκόπη από τον ήχο των καλπασμών ενός κοπαδιού ελεύθερων αλόγων. Τα κορμιά τους χωρίστηκαν και υπήρξε μια μικρή αμηχανία. Από μακριά ακούστηκαν οι φωνές της παρέας που φώναζαν τα ονόματά τους. Χώρισαν ενστικτωδώς τα δάχτυλά τους και αποχαιρετίστηκαν με μια ματιά. Το μονοπάτι συνέχιζε να τους χαρίζει μαγευτικές εικόνες και ολοκληρώθηκε με μεζέδες και τσίπουρο κάτω από την επιβλητική όψη της Γκαμήλας που σα να έμπαινε ανάμεσα στα αστέρια για να τους δώσει στήριγμα.  Η Όλγα βγήκε από το χώρο για να καπνίσει και κάθισε παράμερα, μπροστά από το αγαπημένο της παγκάκι. Ο Αλέξανδρος είχε ζαλιστεί από τα πολλά «γράδα» και άργησε να αντιληφθεί την απουσία της. Όταν όμως αυτό συνέβη, πήρε διακριτικά τη ζακέτα του και αποχώρησε διακριτικά ψάχνοντας τη. Χάιδεψε απαλά τους ώμους της και κάθισε δίπλα της ακουμπώντας την παλάμη του στο μηρό της. Η Όλγα έπιανε τη συστολή του στον αέρα και ευτυχώς εκείνος μίλησε ειλικρινά. «Όλγα μου αισθήματα που είχα ξεχάσει και νοιώθω ότι θέλω να σε έχω στην αγκαλιά μου για πάντα. Όμως θα πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι δεν έχω συνέλθει ακόμα από μια μεγάλη και έντονη σχέση και μέσα μου ακόμα αισθάνομαι ένα μικρό χάος». «Αν είναι έτσι δεν υπάρχει λόγος να το τρέξουμε. Πάρε το χρόνο σου και έλα να με βρεις. Μην το ξεχάσεις όμως, γιατί και εγώ νοιώθω να βολεύομαι στην αγκαλιά σου» είπε και η σιωπή τους ενώθηκε με αυτή του βουνού και των αστεριών.

Δυο μήνες μετά από αυτή την εκδρομή ο Αλέξανδρος χαζεύοντας στο παράθυρο του χωρίσματος των δυο γραφείων του ορόφου είδε τη αγχωμένη φιγούρα της Όλγας, περιποιημένη και προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της, να μπαίνει μέσα στην εταιρεία του. Δεν πρόλαβε να της μιλήσει καθώς μπήκε βιαστικά στο γραφείο των συνεντεύξεων αλλά περίμενε με ανυπομονησία την έξοδό της. Και ήταν ο πρώτος που αντίκρισε το χαμογελαστό και ήρεμο πια πρόσωπό της όταν εξήλθε του γραφείου. Της έκλεισε το μάτι ακουμπώντας το χέρι της και βγήκε μαζί της μέχρι το διάδρομο. «Πώς πήγε, θα σε έχω μαζί μου;» ρώτησε και η Όλγα του έκλεισε το μάτι. Το βράδυ τον κέρναγε ποτά στο κέντρο και το πρωί τη βρήκε να κοιτάζει τη βροχερή Αθήνα από τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού του. Η ιστορία τους είχε ξεκινήσει και τα πολλά κοινά σημεία τους, παρά τη διαφορά ηλικίας τους, τάιζαν με πολλές υποσχέσεις το μυαλό τους. Απολάμβαναν τις νύχτες και τις μέρες τους και έδιναν στο πάθος που και οι δυο ένοιωθαν τις ευκαιρίες να φουντώνει. Κατάφερε με τον τρόπο και το ταπεραμέντο της να τον κάνει να ταξιδεύει πολύ και να ανακαλύπτει συνεχώς πτυχές του εαυτού της αλλά και του δικού του. Με επιμονή κατάφερναν να ακολουθούν τον κοινό τους στόχο και να αφήνουν τα άσχημα και το άγχος όσο μπορούσαν πιο πίσω. Ένοιωθαν ελεύθεροι ο ένας με τον άλλο, απελευθερωμένοι από καθωσπρεπισμούς και κοινότυπα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο καθένας στη μοναχικότητά του. Και με τον καιρό κατάφερναν να διατηρούν ένα αυθόρμητο χαμόγελο γαλήνης στα χείλη τους και οι δυο.

            Ζούσαν τη μέρα και το τώρα, χωρίς μακροπρόθεσμα σχέδια και συζητήσεις. Ο κοινός χώρος εργασίας δεν αποτέλεσε πρόβλημα καθώς τα αντικείμενα ήταν διαφορετικά και κάθε φορά που χρειαζόταν να συνεργαστούν ένοιωθαν ευχάριστα και δημιουργικά. Ο Αλέξανδρος γνώρισε τις αδερφές της και η ίδια τους φίλους του και όλα κυλούσαν όμορφα. Είχαν καθιερώσει και μια δική τους συνήθεια για δυο τουλάχιστον φορές την εβδομάδα. Έπαιρναν τη μηχανή και έτρεχαν προς το ηλιοβασίλεμα. Ο καθένας είχε το δικό του αγαπημένο σημείο και οι επιλογές τους διευρύνονταν συνεχώς. Κάθονταν άλλοτε σιωπηλοί και άλλοτε με μουσική, άλλοτε αγκαλιά και άλλοτε με τα χέρια πιασμένα, άλλοτε και χωρίς επαφή και αυτά τα λίγα λεπτά της μαγείας, μέχρι το ελαφρύ αεράκι να δώσει το σύνθημα του τέλους, απολάμβαναν τον ήλιο να κρύβεται πότε μέσα στη θάλασσα, πότε πίσω από το βουνό και πότε στο τέλος της πόλης. Έβλεπαν τα σύννεφα να βάφονται με χρώματα απόκοσμα, τα νερά να χρωματίζονται με εκατομμύρια αποχρώσεις και όλη την πλάση να μένει για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλή θαυμάζοντας το υπερθέαμα. Κάποιες φορές που δεν προλάβαιναν να φτάσουν στο σημείο που θέλανε κοίταζαν από την αντίθετη μεριά του ηλιοβασιλέματος τα χρώματα που έπαιρναν τα σύννεφα ή οι ηλιακοί της πόλης. Μάλιστα κουβαλούσαν αυτή τη συνήθεια και στα ταξίδια τους κρατώντας μέσα τους κάθε εικόνα που ρουφούσαν τα μάτια τους. Μοιρασμένες εικόνες που δημιουργούσαν ένα αόρατο μίτο ανάμεσά τους που το πάχος του μεγάλωνε με τον καιρό.

            Όσο η οικειότητα μεγάλωνε τόσο σκέψεις και συναισθήματα έβγαιναν στην επιφάνεια. Για ανθρώπους και γονείς, για το παράλογο της ζωής, για τους μικρούς και τους μεγάλους φόβους,  για πράγματα που πολλές φορές δεν μπορείς να πεις ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Η Όλγα έδειχνε λίγο πιο ανέτοιμη για πολλές εξομολογήσεις, ίσως και λόγω ηλικίας. Ένοιωθε όμως γεμάτη από αυτό που ζούσε και αισθανόταν αγάπη και θαυμασμό για τον τρόπο που ο Αλέξανδρος της άνοιγε την ψυχή του. Η σχέση τους δεν την έκανε να αισθάνεται κανένα βάρος παρά μόνο ελευθερία. Ήτανε βράδυ Παρασκευής όταν μπήκε στο σπίτι και είδε επάνω στον πάγκο της κουζίνας ένα μεγάλο κουτί, σαν αυτά που χρησιμοποιούνται για κοσμήματα. Σμήνος σκέψεων διαπέρασαν το μυαλό της αυξάνοντας την αδρεναλίνη της. Έκανε 3 βήματα και με την προτροπή του και ανοίγοντάς το αντίκρισε το κλειδί του σπιτιού. «Νομίζω έχει έρθει η ώρα» είπε ο Αλέξανδρος. «Λυπάμαι αλλά νομίζω ότι δε θα δουλέψει αυτό, τουλάχιστον για εμένα. Μου αρέσει πολύ αυτό που ζούμε και δε θέλω να αλλάξουμε κάτι αυτή τη στιγμή». Σιωπή και παγωμάρα, δεν είχε συνηθίσει στα όχι ο Αλέξανδρος. Ήθελε χρόνο να το σκεφτεί, να το εξερευνήσει. Η Όλγα έλαβε το μήνυμα, τον αγκάλιασε και του έδωσε το χρόνο που ήθελε…

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο