ΒΑΣΙΛΙΑΣ (Κεφάλαιο XΧI «Σοφία μου μη με αφήνεις. Δε θέλω να σε χάσω»)


Κεφάλαιο XΧI

«Σοφία μου μη με αφήνεις. Δε θέλω να σε χάσω»

            Η αστυνομία είχε εστιάσει στο να βρει το τρίτο όχημα που άφησε τα ίχνη του στο χώμα. Η κατάθεση της Σοφίας δεν τους είχε δώσει όσα περίμεναν. Πρακτικά είχαν μείνει να ψάχνουν άτομο με νούμερο παπουτσιού 43 που πιθανά οδηγούσε το τρίτο όχημα. Δυστυχώς η έλλειψη καμερών στο χώρο και το προχωρημένο της ώρας που συνέβη το συμβάν έκανε δύσκολη την εξιχνίαση της υπόθεσης. Η αστυνομία δεν είχε βρει πουθενά μάρτυρα, το σπίτι ήταν απομονωμένο από άλλα σπίτια και όλα οδηγούσαν σε μια ανεξιχνίαστη υπόθεση. Ο επόμενος προς έλεγχο ήταν ο Νίκος καθώς είχε το κίνητρο ώστε να κάνει μια τέτοια πράξη. Είχαν όλα τα στοιχεία του και θα ήταν το επόμενο βήμα τους.

Η Σοφία είχε φύγει το βράδυ από το χωριό, παρά την κούραση που είχε, έτσι ώστε να βρίσκεται στο πρωινό επισκεπτήριο. Προσπάθησε και πάλι να επικοινωνήσει με το Νίκο, για να τον ενημερώσει ότι μπορεί να τον ενοχλήσει η αστυνομία, χωρίς αποτέλεσμα. Κάθε φορά που τον καλούσε και παρά τα όσα συνέβαιναν, στο μυαλό της ερχόντουσαν όλες οι μαλακίες που είχε ακούσει λίγα μόλις 24ωρα πριν και φούντωνε. Πάρκαρε έξω από το πατρικό της γύρω στις δυο το πρωί. Έκανε το γύρω του τετραγώνου για να χαλαρώσει το μυαλό της και χώθηκε δίπλα στη μικρή παίρνοντάς της αγκαλιά.

            Την ίδια ώρα ο Νίκος συνέχιζε να αδειάζει ένα μπουκάλι ουίσκι, αυτή τη φορά πάνω από το δοχείο με όλα τα τεκμήρια της ενοχής του. Οι τύψεις του δεν άφηναν το μυαλό να πάρει τη λογική απόφαση της καταστροφής τους. Ο χρόνος που είχε περάσει δεν του είχε προσφέρει μια ηρεμία ούτε είχε στρογγυλέψει στο κεφάλι του την πράξη του. Είχε αρχίσει όμως να κουράζεται με την αυτολύπηση και τη μαυρίλα που υπήρχαν στο κεφάλι του και την καθημερινότητά του. Εκεί που προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του και να σκεφτεί κάτι θετικό, εκεί έπαιζε την ταινία των τελευταίων ημερών και βυθιζόταν ξανά στην κατάθλιψή του. Κάθισε σε μια καρέκλα του τραπεζιού και σήκωσε το κεφάλι του στον ουρανό αναζητώντας την ελπίδα. Το μάτι του τράβηξε ένα φως στην απέναντι πολυκατοικία και προσπαθώντας να δει καλύτερα είδε μια κουρτίνα να κλείνει βιαστικά. Προς στιγμή δεν έδωσε σημασία όμως γρήγορα ένοιωσε εκτεθειμένος. Η σκέψη ότι κάποιος τον είχε δει να γυρνάει εκείνο το βράδυ και να μαζεύει όλα τα αντικείμενα της ενοχής του άρχιζε να τον πιέζει έντονα και να του προκαλεί πανικό. Στις δεύτερες σκέψεις του μυαλού του είχε ήδη αποφασίσει ότι θα προσπαθούσε να μάθει ποιος μένει στο διαμέρισμα και να τον προσεγγίσει. . .

            Τρεις από τους σημαντικότερους φίλους του Αλέξανδρου, με αισθήματα χαράς και ανυπομονησίας για να τον δουν αλλά και μπλεγμένα πολλά μικροκαλώδια στο κεφάλι τους, κατευθύνονταν από διαφορετικές μεριές για το πρωινό επισκεπτήριο της ΜΑΦ. Ο Μίμης, σοκαρισμένος από τη χθεσινή του επίσκεψη και αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης, είχε επικοινωνήσει με τη μητέρα του Αλέξανδρου που βρισκόταν μακριά από την πόλη ενημερώνοντάς την για την όλη κατάσταση. Η ίδια τον παρακάλεσε να πάει να την πάρει κάτι που δυστυχώς ήταν αδύνατον για εκείνη τη μέρα. Την ηρέμησε όμως και της είπε ότι μέχρι να τα καταφέρει θα την ενημερώνει πρωί βράδυ για όλα. Προφανώς δεν της ήταν αρκετό αυτό. Μόνη της στον κόσμο εδώ και αρκετά χρόνια έβρισκε μια παρηγοριά στον Αλέξανδρο που είχε την έννοια της και της μιλούσε καθημερινά. «Αχ το παιδάκι μου, δεν το χωράει ο νους μου ότι βρίσκεται σε τέτοιο κίνδυνο. Θα πεθάνω αν δεν το δω» του είπε λίγο πριν κλείσει το τηλέφωνο. Ο Μίμης στεναχωριόταν αλλά δεν μπορούσε να πάει να τη φέρει σήμερα λόγω κάποιων ραντεβού. Η Όλγα μετά τις πρώτες έντονες εναλλαγές συναισθημάτων τόσο με την κατάσταση του Αλέξανδρου όσο και με τη Σοφία τα είχε λίγο χαμένα. Ευτυχώς η επικοινωνία της με το Μίμη τη βοήθησε να βάλει μια τάξη σε σκέψεις και συναισθήματα και να κρατήσει μια στάση αναμονής ελπίζοντας να μπορέσει να σφίξει γρήγορα τον Αλέξανδρο στην αγκαλιά της. Τέλος η Σοφία με το κεφάλι γεμάτο από σκέψεις και ερωτήματα ζούσε με την ελπίδα ότι θα ξυπνήσει ο Αλέξανδρος για να του μιλήσει για όλα όσα κράταγε μόνο για εκείνη την τελευταία περίοδο της ζωής της. Λίγο πριν φτάσει στο νοσοκομείο είχε απαλλαγεί από το άγχος της απουσίας της από τη δουλειά καθώς ο προϊστάμενός της της έδωσε το δικαίωμα να λείψει όσο χρειαζόταν. Πέραν αυτού της πρότεινε για ό,τι ιατρικό χρειαστεί να μιλήσει πρώτα μαζί του, καθώς οι γνωριμίες του ήταν πολλές και μπορεί να έβρισκαν την άκρη.

Μέσα από τις κλειστές ακόμα πόρτες της ΜΑΦ ο Αλέξανδρος παρέμενε ακίνητος στο και συνδεδεμένος σε διάφορα μηχανήματα στο κρεβάτι του. Άκουγε θορύβους από το περιβάλλον σαν αυτοί να έρχονται μέσα από έναν μακρύ και σκοτεινό σωλήνα. Έβλεπε στιγμές της ζωής του να περνούν μπροστά από τα μάτια του. Τον εαυτό του μικρό να παίζει στο εξοχικό των δικών του και να ματώνει τα γόνατά του στο χώμα. Τον πατέρα του να τον παίρνει αγκαλιά και να κλαίνε παρέα στην κηδεία του παππού του, τη μάνα του να φοράει τα καλά της για την ορκωμοσία του στο πανεπιστήμιο και να μη μπορεί να σταματήσει από τα κλάματα περηφάνιας. Γρήγορες αναλαμπές από μια σύντομη σε σύγκριση με την αιωνιότητα ζωή. Έντονες όμως και σημαντικές για τον ψυχισμό και την κατάσταση της ψυχής του. Ανά διαστήματα οι σφυγμοί του αυξάνονταν και το κορμί του έκανε κάποιες αντανακλαστικές κινήσεις που τραβούσαν την προσοχή του νοσηλευτικού προσωπικού. Και το φίλμ συνεχιζόταν. Τώρα έβλεπε τον εαυτό του γυμνό μπροστά σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, χωρίς να αισθάνεται τον αέρα ή το κρύο, δυο γυναικεία χέρια να τον παίρνουν αγκαλιά και να νοιώθει τη ζεστασιά του κορμιού. Γύρισε το κεφάλι του και είδε το χαμόγελο της Σοφίας. «Μάλλον κάτι ωραίο θα βλέπει» είπε η νοσηλεύτρια που είδε το χαμόγελό του να σχηματίζεται. Έβλεπε το Μίμη και το Νικόλα με τον ορειβατικό τους εξοπλισμό πάνω στα μυτερά βράχια του Ολύμπου να γελάνε και να κλαίνε μαζί από το κατόρθωμά τους. Και την Όλγα να βγάζει τα ρούχα της και να βουτάει στο ποτάμι κοιτάζοντάς τον με τον πόθο της να ξεχειλίζει από τα μάτια της. Ένοιωθε μια ζεστασιά να πλημμυρίζει το κορμί του από όλο αυτό το φιλμ, και ένα συναίσθημα όμορφο και γλυκό να γεμίζει την ψυχή του. Και μετά ένοιωσε τον πόνο της στιγμής που το ρόπαλο χτύπησε το κεφάλι του και έβγαλε την κραυγή που είχε βγάλει και τότε. Όλοι έτρεξαν κατά πάνω του, και όταν οι παλμοί του άρχισαν να ομαλοποιούνται τον άκουσαν να φωνάζει: «Σοφία μου μη με αφήνεις. Δε θέλω να σε χάσω». Τα μάτια του άνοιξαν αντικρίζοντας το ταβάνι και με αργές κινήσεις κατέβασε το βλέμμα του αντικρίζοντας τρία άτομα με πράσινες στολές να χαμογελούν και να μιλάνε μεταξύ τους. «Καλώς ήρθες Αλέξανδρε. Όλα θα πάνε καλά» άκουσε το γιατρό να του μιλάει και παρά τα όσα το υποσυνείδητό του έλεγε λίγη ώρα πριν φάνηκε σα να μη θυμάται και πολλά. Ένοιωσε ξανά έντονο πόνο στα πίσω μέρος του κεφαλιού του και έκλεισε τα μάτια του. «Μην ανησυχείς, σύντομα θα είναι εδώ αυτοί που σε αγαπάνε» άκουσε ξανά μέσα από το σωλήνα τη νοσηλεύτρια να του μιλάει ενώ του χορηγούσε ένα παυσίπονο.  Ένοιωθε εξάντληση και πόνο αλλά και σκέψεις σκόρπιες να του γαργαλάνε τον ιππόκαμπο. Οι ήχοι από τα μηχανήματα υποστήριξης αλλά και το ραδιόφωνο που έπαιζε χαμηλά πίσω από τον πάγκο που είχε απέναντί του τον έβαλαν σε έναν ελαφρύ ύπνο που σύντομα θα τελείωνε. Οι πρώτοι επισκέπτες είχαν αρχίσει ήδη να παίρνουν τις θέσεις τους στο πράσινο σαλονάκι . . .

 

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο