ΒΑΣΙΛΙΑΣ (Κεφάλαιο XΙΧ «Πήγαινε. Απλά άσε λίγο χρόνο και για εμένα»)


Κεφάλαιο XΙΧ

«Πήγαινε. Απλά άσε λίγο χρόνο και για εμένα»

            «Καλημέρα μανούλα. Ξύπνα, θέλω τουαλέτα» είπε η μικρή καθώς σηκωνόταν στα γόνατά της. Η Σοφία έσκασε ένα χαμόγελο με κλειστά τα μάτια και την έψαξε με τα χέρια της.  «Καλημέρα μωρό μου, πάμε» είπε και σηκώθηκε για την τουαλέτα. Η γιαγιά είχε το πρωινό έτοιμο στην κουζίνα. Το χαμόγελο γρήγορα έγινε μισό καθώς η αγωνία της για τον Αλέξανδρο και το άγχος της για όλα τα υπόλοιπα έκλεψαν το υπόλοιπο. «Στα ώπα-ώπα σε έχει η γιαγιά, δεν έχεις παράπονο» της είπε για να πάρει την απάντηση: «Κανένα, εχτές πέρασα τέλεια. Πόσο μπορώ να μείνω εδώ;». «Σίγουρα για λίγες μέρες ακόμα γιατί και εγώ και ο μπαμπάς θα χρειαστεί να λείψουμε» είπε και γρήγορα έστρεψε την κουβέντα αλλού και πήγε προς την τουαλέτα. Σήκωσε το βλέμμα της στον καθρέπτη και σταμάτησε για λίγο τη ματιά της πάνω της. Τα «γιατί» είχαν γίνει πολλά μέσα της και έπρεπε να αρχίσει να δίνει απαντήσεις. Σκούπισε το πρόσωπό της και αφού ντύθηκε έκανε μια ζεστή αγκαλιά τη μικρή και έφυγε. «Περιμένουμε νέα σου» είπε η γιαγιά στεκούμενη στην πόρτα και η Σοφία έγνεψε καταφατικά.

            Βάζοντας το κλειδί στη μηχανή έλεγξε το κινητό της. Καμία ειδοποίηση. Πήρε την κάρτα του γιατρού και κάλεσε το νούμερο της ΜΑΦ. Μια χαμογελαστή φωνή της είπε πως ο Αλέξανδρος δεν έχει ξυπνήσει αλλά είχε ένα ήσυχο βράδυ και οι ενδείξεις του είναι σταθερά θετικές. Επίσης την ενημέρωσε ότι μετά το επισκεπτήριο θα έκανε νέα μαγνητική εγκεφάλου. Έβαλε μπρος με τελικό προορισμό το νοσοκομείο και μια ενδιάμεση στάση στο «Black Spider». «Πάλι εδώ; Του έδωσες και κατάλαβε στον ύπνο σήμερα. . .» της είπε με διάθεση πειράγματος ο barista που ετοίμασε τον καφέ της λίγες ώρες πριν. Χαμογέλασε από ευγένεια και μόνο, πλήρωσε και συνέχισε το δρόμο της μέσα στο ατελείωτο ποτάμι των αυτοκινήτων. Κάπου ανάμεσα στην πρώτη και τη δευτέρα είδε στο τηλέφωνο ένα νούμερο από την περιοχή του χωριού. Ήταν ο αστυνόμος της περιοχής. Την καλημέρισε ευγενικά και την ενημέρωσε πώς το σπίτι έχει σφραγιστεί και πως θα ήθελε να τη δει από κοντά όσο το δυνατόν πιο γρήγορα για κάποιες ερωτήσεις και μια ενημέρωση. Η σχέση της με την αστυνομία δεν ήταν ποτέ καλή. Είχε μια μόνιμη δυσπιστία απέναντί της και απέναντι σε αυτό που αντιπροσώπευε ο τρόπος που λειτουργούσαν. Δεν είχε περάσει καν από το μυαλό της ότι το εξοχικό ήταν σκηνή εγκλήματος ούτε ότι η ίδια θα έπρεπε να δώσει καταθέσεις μέσα σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία και τα τόσα ανοιχτά μέτωπα. Μόνο ο Αλέξανδρος ήταν στο μυαλό της. Απάντησε πως θα επικοινωνήσει με τον αστυνόμο μόλις υπήρχε η δυνατότητα να μεταβεί εκεί εισπράττοντας μια ευγενική δυσαρέσκεια από μεριάς του. Πάρκαρε παράνομα έξω από το νοσοκομείο και ανέβηκε στον όροφο της ΜΑΦ. Είχε 20 λεπτά μέχρι το επισκεπτήριο και προσπάθησε να ψάξει το γιατρό ελπίζοντας ούτε και αυτή ξέρει σε τι. Του μίλησε ακούγοντας ξανά την πρωινή ενημέρωση της νοσηλεύτριας και κατέβηκε να πάρει λίγο αέρα στο προαύλιο.

            «Μα τι στο διάολο κάνεις;» μονολογούσε η Όλγα μετά από την εικοστή προσπάθεια της να επικοινωνήσει με τον Αλέξανδρο. Τον καλούσε από το προηγούμενο βράδυ χωρίς καμία απάντηση. Δεν ήθελε να γίνει επίμονη, η ζήλια την έκαιγε μέσα της, δεν ήθελε να δείξει ότι την ενοχλούσε η απόφασή του αλλά δεν μπορούσε και να μην τον πάρει τηλέφωνο. Όσο δεν απαντούσε, τόσο η αγωνία, η ανησυχία και όλα τα αρνητικά συναισθήματα μεγάλωναν μέσα της. Όπως τότε που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα και όταν κάποιος αργούσε η φαντασία φούντωνε και οι αρνητικές σκέψεις είχαν πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο. Νωρίς το πρωί την πήρε ο ύπνος, όμως λίγο αργότερα άκουσε τον ήχο του Αλέξανδρου και σήκωσε το κινητό βιαστικά πριν προλάβει να ακούσει τη φωνή από την άλλη άκρη. «Που στο διάολο είσαι ρε φίλε; Είπαμε να πας αλλά όχι να εξαφανιστείς. Και μη μου πεις ότι άργησες και ξεχάστηκες γιατί παίρνω όλο το βράδυ». Τελειώνοντας τη φράση κατάλαβε ότι μια γυναικεία φωνή προσπαθούσε να αρθρώσει λόγο. «Καλημέρα. Σας καλώ από τη ΜΑΦ του νοσοκομείου. Ο Αλέξανδρος ενεπλάκη σε μια κατάσταση εχτές και νοσηλεύεται μαζί μας. Επειδή το κινητό του χτύπαγε μέσα στη ζακέτα του όλο το βράδυ, είπα να σας ενημερώσω». Πανικός και απόγνωση. «Το επισκεπτήριο είναι στις 12:00 αν θέλετε να τον δείτε». Ευχαρίστησε και έμεινε για λίγο να παρατηρεί το τρεμάμενο χέρι της. Αντανακλαστικά ένα μικρό flashback στον τελευταίο καιρό και τη στεναχώρια που του είχε προκαλέσει η απόφασή της να μη συγκατοικήσουν. «Όχι ρε Άλεξ. Τι στο διάολο;» επαναλάμβανε συνεχώς καθώς ανεβοκατέβαινε το διάδρομο του διαμερίσματός της. Η ανάγκη της να μάθει ό,τι μπορούσε την οδήγησε να ετοιμαστεί βιαστικά και να βρεθεί στο νοσοκομείο στις 11:00 αναζητώντας κάποιον που θα μπορούσε να της δώσει πληροφορίες για τα τι και πώς. Μάταια όμως.

Η Σοφία μπήκε στο ψυχρό, αισθητικά και θερμοκρασιακά, σαλόνι της ΜΑΦ. Στο χώρο υπήρχαν καμιά δεκαριά άτομα αλλά τη ματιά της κέντρισε μια όμορφη κοπέλα, μικρότερη της, φανερά ανήσυχη και με ένα πόδι που δε σταμάταγε να πληγώνει το πάτωμα. Αμέσως βάρεσαν καμπανάκια στο κεφάλι της γιατί της θύμιζε την κοπέλα που ο Αλέξανδρος της είχε περιγράψει. Την παρατήρησε για λίγο και όταν είδε στον καρπό της ένα πλεκτό βραχιολάκι που για χρόνια φορούσε ο Αλέξανδρος, βεβαιώθηκε. Ήταν η Όλγα. Ποιος την είχε ενημερώσει και γιατί; Ήξερε πώς ο Αλέξανδρος ερχόταν να με συναντήσει; Πριν προλάβουν οι απορίες να την πνίξουν κάθισε στην άδεια θέση δίπλα της. «Καλησπέρα» είπε και η Όλγα γύρισε απορημένη. «Καλησπέρα» έκανε διστακτικά. «Δεν ξέρω πώς να στο πω. Είμαι η Σοφία, η φίλη του Αλέξανδρου. Πιστεύω ότι με έχεις ακουστά.». Το πόδι της Όλγας σταμάτησε και το πρόσωπό της χλόμιασε. «Μα πώς …;». Της εξήγησε για τις περιγραφές του Αλέξανδρου και το βραχιολάκι και πριν ξεκινήσουν οι ερωτήσεις άνοιξαν οι πόρτες του επισκεπτηρίου. «Πήγαινε» είπε η Σοφία. «Απλά άσε λίγο χρόνο και για εμένα».

Η Όλγα ακολούθησε τις οδηγίες των νοσηλευτριών και με την κατάλληλη ένδυση στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι του Αλέξανδρου. Το μυαλό της είχε αποσπαστεί από τα ερωτηματικά και το άγχος του τι θα αντικρίσει μετά από τη σύντομη κουβέντα με τη Σοφία και έτσι η εικόνα του της προκάλεσε ρίγη. Το να βλέπεις τον άνθρωπό σου ανήμπορο και με τόσα μηχανήματα τριγύρω του είναι από μόνο του κάτι πολύ σκληρό. Η θέα της πληγής του έκανε τα γόνατά της να λυγίσουν. Ακούμπησε τα δάχτυλα του και έβαλε τα κλάματα. Παρατήρησε για λίγο την αναπνευστική υποστήριξη που είχε, τους ορούς και το δίχτυ πάνω από την πληγή. Γρήγορα την πλησίασε μια νοσηλεύτρια. «Να έχεις πίστη. Δείχνει δυνατός από την πρώτη στιγμή. Κάτι μου λέει ότι θα τα καταφέρει» της είπε δίνοντάς της κουράγιο. Παίρνοντας για λίγο τη ματιά της από πάνω του είδε την ώρα στο στρογγυλό ρολόι της κολόνας μπροστά από τη γραμματεία και έδωσε ένα φιλί στα πόδια του. Την ώρα που έβγαζε τον εξοπλισμό την πλησίασε ξανά η Σοφία ζητώντας της να μη φύγει αν δεν έχει κάτι επείγον. Όση ώρα ήταν μέσα σκέφτονταν πόσες απορίες θα πρέπει να είχε η Όλγα και της πρότεινε να πιούνε έναν καφέ κάπου κοντά. Μπήκε με τη σειρά της στο φωτεινό δωμάτιο. Για να σπάσει την αμηχανία της κοίταξε για λίγο της καρτέλα με τις σημειώσεις του προσωπικού και τον πυρετό του και μετά επιβεβαίωσε από τους ορούς ότι ακόμα έπαιρνε μόνο ότι της είχε πει ο γιατρός πριν από λίγο. «Σε περιμένω. Γύρνα κοντά μου. Δε θα ζήσω αν πάθεις κάτι» του ψιθύρισε στο αυτί και έφυγε.   

«Φαντάζομαι ότι το ξάφνιασμα που ένιωσες όταν συστήθηκα είναι μικρό μπροστά στα ερωτήματα που έχεις στο κεφάλι σου» είπε η Σοφία αμέσως μετά την παραγγελία. Είχαν καθίσει κάτω από μια τεράστια λεύκα στη γωνία του μαγαζιού. Δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να προχωρήσει αυτή η συνάντηση. Η καθεμία είχε στο μυαλό της τα δικά της συμπεράσματα και τις δικές της ανησυχίες για την άλλη πριν καν συναντηθούνε. Και καμία δεν πίστευε ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα συναντιόντουσαν. Η Σοφία έμεινε αρχικά στην περιγραφή των γεγονότων από τη στιγμή που είδε τον Αλέξανδρο στην πισίνα έως την εκείνη την ώρα. «Και οι δυο γιατροί μου είπαν τα ίδια. Ελπίζω μέχρι το βράδυ να έχουμε ένα ελπιδοφόρο νέο. Τα φάρμακα που του δίνουν είναι αρκετά καινούρια και πολλά υποσχόμενα». Η Όλγα κοίταζε αποσβολωμένη την «αιώνια αντίζηλο» που αντιμετώπιζε μόνο μέσα στον Αλέξανδρο μέχρι τώρα. Το «άβαταρ» που είχε δημιουργήσει στο μυαλό της για εκείνη ήταν μιας ψυχρής και επιθετικής γυναίκας που θα μπορούσε να κάνει τα πάντα. Αυτό που αντίκριζε ήταν κόντρα σε όλα. Δεν ήξερε αν ήταν απλά η συνθήκη που σκέπαζε αυτή τη συνάντηση με ένα πιο γλυκό πέπλο συμπόνοιας και κοινής ανησυχίας, ήξερε όμως πώς δεν ήθελε να ασχοληθεί με αυτή την πτυχή αυτή τη στιγμή. «Και γιατί του ζήτησες να σε βρει τέτοια ώρα μέσα στη νύχτα» της είπε με έναν τόνο εκνευρισμού στη φωνή της. «Τι ήταν αυτό που δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι το πρωί ή να λυθεί με ένα τηλεφώνημα;». «Ο άντρας μου μου ανακοίνωσε πώς με απατούσε και ήθελα να συζητήσω την όλη κατάσταση με έναν δικό μου άνθρωπο. Λυπάμαι δε σκέφτηκα ποτέ ότι τον βάζω σε κίνδυνο». Η αγάπη ξεχείλιζε σε κάθε αναφορά της Σοφίας στον Αλέξανδρο κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο. Η σιωπή πήρε ξανά τον πρωταγωνιστικό ρόλο και η καθεμία βυθίστηκε στις σκέψεις της. «Μόλις μιλήσω με το γιατρό μπορώ να σε πάρω αν μου δώσεις το τηλέφωνό σου» είπε η Σοφία πληρώνοντας και η Όλγα αμήχανη και απροετοίμαστη, με μια δόση ήττας στη σκέψη της, της έδωσε το τηλέφωνό της. Έμεινε στο τραπέζι μόνη της για αρκετή ώρα προσπαθώντας να απαντήσει γιατί δε θα ήταν αυτή που δε θα μιλούσε με το γιατρό . . .   

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο