ΒΑΣΙΛΙΑΣ (Κεφάλαιο XVIII, «Μη δίνεις σημασία. Μόλις ξημέρωσε η δυσκολότερη νύχτα της ζωής μου»)

Κεφάλαιο XVΙΙI

«Μη δίνεις σημασία. Μόλις ξημέρωσε η δυσκολότερη νύχτα της ζωής μου»

Τα χέρια της είχαν αρχίσει να παγώνουν. Σήκωσε αργά το κεφάλι και κοίταξε μπροστά της με μάτια μισοανοιγμένα. Η πράσινη πόρτα της ΜΑΦ ήταν ακόμα κλειστή. Ο διάδρομος άδειος και «σιωπηλός». Μόνο κάποιοι μακρινοί ήχοι ακουγόντουσαν πίσω από την πόρτα. Δεν κινούταν κανείς. Κοίταξε το ρολόι της. Είχε ακόμα χρόνο μέχρι το πρωί. Περπάτησε με βαριά πόδια μέχρι την εξώπορτα και διασχίζοντας τον καταθλιπτικό διάδρομο και στρέφοντας το βλέμμα της στους στις μισάνοιχτες πόρτες των σιωπηλών δωματίων και γνέφοντας καλησπέρα σε μια νοσηλεύτρια που μετρούσε τις δόσεις των φαρμάκων μπροστά από τη στάση των νοσοκόμων. Με το ζόρι έφτασε στο αυτοκίνητο. Ήταν ακόμα σκοτάδι. Άνοιξε την πίσω πόρτα για να δει αν είχε καμία ζακέτα και αντίκρισε τα αίματα στο κάθισμα. Ξέσπασε ξανά σε κλάματα. Έβαλε το κλειδί στη μηχανή και έμεινε για λίγο ακούνητη στο σκοτάδι κάνοντας ένα μικρό flashback στο τελευταίο 12ωρο. «Μα ποιος στο διάολο θα έκανε κάτι τέτοιο χωρίς να προχωρήσει και μέσα στο σπίτι», βασάνιζε το μυαλό της. Αποφάσισε ότι θα φύγει για να πάει να αγκαλιάσει τη μικρή στο ξύπνημά της. Η αδυσώπητη ψυχολογική πίεση έφερε τη λογική μπροστά για να μπορέσει να πάρει ανάσα.

Λίγο πριν φτάσει στο σπίτι ο ουρανός είχε αρχίσει να αχνοφέγγει και η βοή στο δρόμο άρχιζε να ανεβάζει αργά την έντασή της. Σταμάτησε στο «Black Spider» που ήταν ανοιχτό για να πάρει έναν καφέ. Το ευγενικό κορίτσι πίσω από τη μπάρα τη ρώτησε αν είναι καλά και μόνο τότε κατάλαβε το πόσο αίμα υπήρχε στα ρούχα και τα μαλλιά της. «Μη δίνεις σημασία. Μόλις ξημέρωσε η δυσκολότερη νύχτα της ζωής μου» είπε και αφού πλήρωσε με το τηλέφωνό της έφυγε. Πάρκαρε έξω από το πατρικό της, είδε αναμμένο το φως στην κουζίνα, βεβαιώθηκε ότι η μικρή κοιμόταν ακόμα, μπήκε από την πίσω πόρτα και γαντζώθηκε στην αγκαλιά της μάνας της για αρκετή ώρα προσπαθώντας απλά να συγκρατήσει τους λυγμούς της για να μην ξυπνήσει η μικρή. «Πρέπει να κάνεις ένα γρήγορο μπάνιο και να έρθεις να τα πούμε πριν ξυπνήσει το παιδί», προσπάθησε να τη συνεφέρει με μια δόση αυστηρότητας στον τόνο της φωνής της. «Εγώ θα ασχοληθώ με τα ρούχα και θα σηκώσω και τον πατέρα σου να τα πούμε. Όλα θα πάνε καλά» της είπε και έφυγε για να κρύψει τα βουρκωμένα μάτια της.

Όσο εκείνη έκανε μπάνιο η μητέρα της έφτιαξε ένα ζεστό πρωινό και έναν χυμό και κάθισε μαζί με τον άντρα της στον πάγκο. Δεν ήξεραν από που να το πιάσουν και συμφώνησαν να παραμείνουν ήρεμοι και να μεταφέρουν την έννοια και την αγάπη τους στη Σοφία ό,τι και αν άκουγαν. Ήταν πολύ μεγάλο το σοκ και ήξεραν ότι τους χρειαζόταν δίπλα της. Όταν πήρε τη θέση της ανάμεσά τους, το ρολόι ανάμεσα στις φωτογραφίες μιας όμορφης ζωής έδειχνε 06:23. «Λοιπόν για να έχουμε μια κοινή βάση, προχθές έφυγα για το εξοχικό μόλις έμαθα από το Νίκο ότι με απατούσε για ένα μεγάλο διάστημα και εχτές το βράδυ βρήκα τον Αλέξανδρο, που είχα παρακαλέσει να έρθει εκεί, αναίσθητο στην πισίνα, χτυπημένο στο κεφάλι. Ούτε γνωρίζω τι και πώς και ούτε έχω την παραμικρή υποψία». Συγκλονισμένοι έμαθαν λεπτομέρειες για το νοσοκομειακό κομμάτι και επικαλούμενοι το πανεπιστημιακό της υπόβαθρο τη ρώτησαν πόσες πιθανότητες είχε να συνέλθει ο Αλέξανδρος. Παρότι το μυαλό τους κόντευε να σαλτάρει δεν ρώτησαν τίποτα σχετικά με το Νίκο παρά μόνο πόσα γνωρίζει το παιδί. Μόνο ο πατέρας της είπε με τρεμάμενη φωνή «μακάρι να σου είχα μιλήσει όταν άρχισα να προβληματίζομαι» χωρίς η κουβέντα να συνεχιστεί από τη Σοφία. Τους άφησε με τις σκέψεις τους και πήγε αθόρυβα στο παιδικό της δωμάτιο που τώρα φιλοξενούσε την αγάπη της. Αφού τη χάζεψε λίγο στο ημίφως από τα κλειστά παντζούρια, ξάπλωσε δίπλα της και την πήρε αγκαλιά φιλώντας τη στα μαλλιά. Η μυρωδιά και η ανάσα της δημιούργησαν μια γαλήνια ατμόσφαιρα και τα βλέφαρά της έκλεισαν.

Ο Νίκος δεν είχε κοιμηθεί λεπτό. Από την ώρα που η πεθερά του πήρε το παιδί και έφυγε η γυναίκα που το πρόσεχε, είχε κάτσει σε διάφορα σημεία του σπιτιού αδειάζοντας πάνω από μισό μπουκάλι ουίσκι με τις σκέψεις να τρέχουν με ταχύτητα φωτός στο μυαλό του. Είχε ταξιδέψει στο χωριό παρά τις αντίθετες «εντολές» της Σοφίας, γιατί η συμπεριφορά της είχε μεγεθύνει ακόμα περισσότερο την επιθυμία του για συγχώρεση και ένα νέο ξεκίνημα. Οι τύψεις του είχαν θεριέψει αλλά ήξερε πλέον ότι το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να είναι μαζί της και όλοι μαζί μια οικογένεια. Δεν μπορούσε να μείνει άπραγος και παρά το ότι ήξερε ότι θα πρέπει να της δώσει το χρόνο που χρειαζόταν το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως ήθελε να δηλώσει ότι δε θα τα παρατήσει και πως ξέρει πως τα σκάτωσε αλλά την αγαπάει πραγματικά.

Έφτασε λίγο μετά τη δύση του ηλίου και είδε τα πάντα σβηστά. Έμεινε για αρκετή ώρα στο αυτοκίνητο χωρίς να παρατηρήσει καμία κινητικότητα. Μπήκε στον κήπο αλλά και πάλι κατάλαβε πως η Σοφία ή δεν ήταν εκεί ή κοιμόταν. Αποφάσισε να περιμένει στο αυτοκίνητο καθώς δεν θα ήταν ό,τι πιο σοφό να την ξυπνήσει. Παρκαρισμένος ανάμεσα σε κάποια ελαιόδεντρα απέναντι από την πόρτα και βυθισμένος στις σκέψεις του, με το ραδιόφωνο για να σπάει τη φασαρία τους, είδε τη μηχανή και μόλις ο Αλέξανδρος έβγαλε το κράνος του, θόλωσε. Χωρίς να γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες της σχέσης τους τα παλιά χρόνια και χωρίς να ξέρει τίποτα και για την επικοινωνία τους από τότε που η Σοφία ήταν «δική του», είχε πάντα την αίσθηση ότι αυτό που είχε συμβεί ανάμεσά τους ήταν τόσο δυνατό που θα υπήρχε πάντα μέσα της. Η απειλή που αισθάνθηκε, το μυαλό του, ο θυμός του, ο εγωισμός του και μια αίσθηση κατωτερότητας τον θόλωσαν. Είχε πάντα μαζί του ένα ρόπαλο του baseball που του είχε χαρίσει η Σοφία στα πρώτα γενέθλια που ζήσανε μαζί. Το είχε αποκτήσει από τα χρόνια της Αμερικής, όταν είχε ασχοληθεί ερασιτεχνικά με το άθλημα, και από τη στιγμή που το έδωσε το είχε πάντα μέσα στο αυτοκίνητό του, θεωρώντας ότι θα τον προστάτευε αν κάτι κακό συνέβαινε. Το άρπαξε και τον χτυπήσει από πίσω χωρίς δεύτερη σκέψη. Ακολούθησαν κινήσεις ενστίκτου και πανικού μαζί. Αφού κατάλαβε ότι δεν κουνιόταν το έβαλε στα πόδια και με βιαστικές κινήσεις έφυγε με το αυτοκίνητο.

Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν σίγουρος ούτε αν τον είχε σκοτώσει, ούτε αν τον είχε δει η Σοφία. Ο δρόμος της επιστροφής δεν μπόρεσε να κατευνάσει τον πανικό του. Πάρκαρε έξω από το σπίτι του και εντοπίζοντας κάποιες πιτσιλιές αίματος στη ζακέτα που φορούσε ξέσπασε σε κλάματα. Την έβγαλε βίαια από πάνω του και την έβαλε σε μια σακούλα σκουπιδιών. Με το μυαλό του να μπαίνει στη φάση «μη με ανακαλύψουνε», στροφή που σχεδόν κάθε μυαλό μπορεί να πάρει άπαξ και διαπράξει μια τόσο βίαιη πράξη, θυμήθηκε το ρόπαλο. Έβαλε αυτά τα δυο και όλα τα πατάκιa του αυτοκινήτου σε μια μαύρη σακούλα και αδειάζοντας μισό μπουκάλι χλωρίνης μέσα της, την άφησε σε ένα κλειστό δοχείο στην αυλή του σπιτιού. Μπήκε στο σπίτι όσο πιο ήσυχα μπορούσε. Η γυναίκα και το παιδί κοιμόντουσαν ευτυχώς. Η ησυχία του επέβαλε την ηρεμία, τουλάχιστον εξωτερικά. Το φως του ήλιου είχε φωτίσει ήδη το χώρο. Γύρισε στο σαλόνι και προσπάθησε να βάλει μια τάξη στη σκέψη του, αρπάζοντας το ουίσκι από το μπαρ και παίρνοντας ένα τσιγάρο. Και πριν προλάβει να το ανάψει ήρθε το τηλεφώνημα της Σοφίας αφήνοντάς τον με την απορία αν το τραγικό σημαίνει ότι ο Αλέξανδρος είχε πεθάνει. Μάλλον ευτυχώς για αυτόν, μέσα σε λίγη ώρα η πεθερά του είχε πάρει τη μικρή και η κυρία που την πρόσεχε είχε φύγει. Αισθανόταν ότι είχε διατηρήσει την ψυχραιμία του και ότι κανείς δεν είχε καταλάβει ούτε την απουσία ούτε τον εσωτερικό του αναβρασμό. Ξάπλωσε αποκαμωμένος στον καναπέ και στράφηκε προς τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε φτάσει σε αυτή την πράξη. «Μακάρι να μην έχει πεθάνει» σκέφτηκε και έβαλε τα κλάματα. Ο ήλιος ήταν πλέον ψηλά και μια μέρα με πολλά διλήμματα είχε ήδη ξεκινήσει . . .

 

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο