ΒΑΣΙΛΙΑΣ (Κεφάλαιο XΧ «Χωρίς εσάς αυτός ο άντρας πιθανά θα είχε πεθάνει εδώ»)

 


Κεφάλαιο XΧ

«Χωρίς εσάς αυτός ο άντρας πιθανά θα είχε πεθάνει εδώ»

            Η Σοφία είχε φύγει από το καφέ μάλλον ανακουφισμένη από τη συνάντηση και με πιο καθαρό μυαλό προσπαθούσε να βάλει τάξη σε όσα έπρεπε να γίνουν. Παρότι της σκάλιζε το μυαλό σαν ενοχλητικό κουνούπι, δεν ενέδωσε στη μακρινή σκέψη πως θα έκανε κακό στην Όλγα όταν διεκδικούσε τον Αλέξανδρο. Πάγωνε κάθε της σκέψη μέχρι να αρχίσουν τα πράγματα να παίρνουν μια θετική πορεία. Μίλησε με τη μικρή και τη μάνα της και προσπάθησε να εντοπίσει τον Νίκο ανεπιτυχώς. Σταματημένη σε ένα φανάρι της Μιχαλακοπούλου με λίγο ανοιχτό το παράθυρο, είχε αφεθεί στα υπέροχα χρώματα του ουρανού. Δεν μπορούσε ακόμα να διανοηθεί πώς είχε γίνει αυτό το κακό. Το τηλέφωνο χτύπησε και αυτή τη φορά ο αστυνόμος δεν άφησε πολλά περιθώρια. «Θα πρέπει μέχρι αύριο το απόγευμα να είστε εδώ. Πρέπει να δώσετε την κατάθεσή σας και να μας προσφέρετε όλες τις πληροφορίες που γνωρίζετε». Δεν μπορούσε να το αναβάλει ξανά. Ήθελε και η ίδια να δει αν υπήρχαν κάποιες πληροφορίες ή κάποιος ύποπτος. Ίσως στο πίσω μέρος του μυαλού της τη βοηθούσε το γεγονός ότι η Όλγα θα ήταν κοντά στον Αλέξανδρο. Το τηλέφωνο από το γιατρό δεν είχε γίνει μέχρι τώρα και τα φίδια την είχαν ζώσει. Τον πήρε από μόνη της και ας μην ήθελε να ενοχλήσει. «Κοίτα να δεις συγχρονισμός. Μόλις καλούσα το νούμερό σου. Τα νέα είναι ενθαρρυντικά. Το αιμάτωμα δείχνει να υποχωρεί». Δάκρυα κύλησαν ξανά από τα μάτια της αλλά αυτή τη φορά είχαν για παρέα τους ένα μεγάλο και φωτεινό χαμόγελο. . .

            Η Όλγα είχε αφήσει το μαγαζί τουλάχιστον μισή ώρα μετά τη Σοφία. Παρά τις προσπάθειές της είχε ακόμα μέσα της έντονο θυμό, ήταν εκνευρισμένη, μπερδεμένη και η ζήλεια της μεγάλωνε χωρίς να το ελέγχει. Ώσπου το μυαλό της έφερε σε πρώτο πλάνο την εικόνα του Αλέξανδρου με τον αναπνευστήρα και τα κλειστά μάτια. Παραμέρισε λοιπόν όλα τα υπόλοιπα και προσπάθησε να στείλει με το δικό της τρόπο όλη τη θετική ενέργεια που μπορούσε να βρει μέσα της. Μέσα της υπήρχε η σκέψη του θανάτου και της κανονικής ζωής. Όλα τα ενδιάμεσα πιθανά σενάρια για κάποιο λόγο εξαφανίζονται σε τόσο έντονες καταστάσεις καθώς κανείς δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι κάποιες φορές αυτά μπορεί να είναι χειρότερα και από το θάνατο. Δεν ήθελε με τίποτα να σκεφτεί ότι ο Αλέξανδρος δε θα επιβίωνε από αυτή την περιπέτεια. Μαζί με αυτές τις σκέψεις ήρθε και η ενοχή για την αρνητική απάντηση που του είχε δώσει λίγο καιρό πριν. Ήταν δύσκολο για εκείνη. Περπάτησε στο πάρκο κοντά στο σπίτι της με τη μουσική να τη συντροφεύει όταν το τηλέφωνο διέκοψε τις σκέψεις και την ανάσα της. Απάντησε χωρίς να δει ποιος είναι, περιμένοντας όμως τη Σοφία με τα νέα από το νοσοκομείο. «Γεια σου Ολγάκι. Που σε πετυχαίνω» ακούστηκε η φωνή του Μίμη. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. «Όλγα είσαι καλά; Δε σε ακούω καθόλου». «Έλα Μίμη» είπε με σπαστή και βραχνή φωνή και ξέσπασε σε κλάματα. Όταν κατάφερε να βρει την αναπνοή της μετέφερε στο Μίμη όσα γνώριζε. Σοκαρισμένος και εκείνος προσφέρθηκε να τη συναντήσει και να πάνε μαζί και στο επόμενο επισκεπτήριο στο νοσοκομείο. Πριν προλάβει να παίξει η επόμενη νότα στο αυτί της ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. Αυτή τη φορά ήταν η Σοφία. Ένα μικρό χαμόγελο κέρδισε το χώρο του στα χείλη της Όλγας και στρέφοντας το κεφάλι της στον ουρανό αισθάνθηκε την αισιοδοξία να μπαίνει στην ψυχή της.

            Την ίδια στιγμή ο Νίκος συνέχιζε τις άυπνες διαδρομές του παρέα με το φόβο και τις ενοχές. Ξαναέφερνε στο μυαλό του τη στιγμή που το ρόπαλό του έβρισκε στο κεφάλι τον Αλέξανδρο και δε μπορούσε να ηρεμήσει αν δε μάθαινε πληροφορίες για την κατάστασή του. Από τη στάση της Σοφίας καταλάβαινε ότι ήταν ακόμα ζωντανός, αλλά ούτε σε τι κατάσταση ήταν ήξερε ούτε και σε ποιο νοσοκομείο. Με δυο εικοσιτετράωρα να έχουν ήδη περάσει, το μυαλό του προσπαθούσε από ένστικτο να ανακαλέσει κάθε λεπτομέρεια των γεγονότων, για να μπορέσει να αποκωδικοποιήσει τον κίνδυνο που υπήρχε να τον ανακαλύψουν. Σκέφτηκε να πάει στο χωρίο ξανά, να κοιτάξει στο σπίτι για τυχόν σημάδια του. Ευτυχώς για εκείνον δεν το έκανε, τόσο γιατί ήξερε ότι αυτό θα εξόργιζε τη Σοφία όσο και γιατί τα ερωτήματα που θα εγείρονταν σε όλους θα ήταν άπειρα. Έτσι συνέχισε να πνίγει την αγωνία του μέσα στο σπίτι. Όλες οι διαδρομές του μυαλού του, είτε μέχρι την κόρη του, είτε μέχρι τη Σοφία, είτε μέχρι τον Αλέξανδρο, είτε μέχρι τον ίδιο του τον εαυτό κατέληγαν σε κλάματα. Η πορεία της αλλαγής και της μεταμέλειάς του και το όνειρο της «νέας αρχής» με τη Σοφία είχε πεταχτεί στα σκουπίδια με την πράξη του. Τα είχε κάνει σκατά και το ήξερε. Μέσα στη μέρα είχε επικοινωνήσει με την πεθερά του και τη μικρή προσπαθώντας να αντλήσει κάποια πληροφορία αλλά μάταια…

            Η Σοφία είχε φτάσει στο χωριό πριν ο ήλιος ανηφορίσει στον ουρανό. Η πρωινή υγρασία λαμπύριζε πάνω στο γρασίδι σε όλη τη διαδρομή και μια αίσθηση καλής διάθεσης διατηρούταν μέσα της έως τη στιγμή που αντίκρισε την ερυθρόλευκη ταινία των αστυνομικών έξω από το σπίτι της. Τα έχασε. Στη γωνία δεξιά από την καγκελόπορτα και ανάμεσα στην ελιά και τον πέτρινο τοίχο είδε τη μηχανή του Αλέξανδρου με το κράνος περασμένο στη δεξιά μεριά του τιμονιού. Ανατρίχιασε. Πέρασε κάτω από την ταινία και μπήκε στην αυλή. Τα σημάδια από αίμα είχαν ξεθωριάσει αλλά έφερναν πίσω της ένταση εκείνης της βραδιάς. Το ίδιο και η ματωμένη πισίνα. Ξαναέζησε για λίγο τα δευτερόλεπτα που ήταν πεπεισμένη πως ο Αλέξανδρος είχε πεθάνει και λύγισε. Έφτασε ως την άκρη του κήπου και κάλεσε την Όλγα εξηγώντας της γιατί δε θα είναι εκεί σήμερα και παρακαλώντας τη να την ενημερώσει για ότι νεότερο. «Αν χρειαστείς κάτι από εμένα μη διστάσεις» της είπε, αλλά η Όλγα ήταν λακωνική και σε πλήρη αμυντική ανάπτυξη των δυνάμεών της. Στη συνέχεια κάλεσε τον αστυνόμο ενημερώνοντας για την παρουσία της στο σπίτι. Γύρισε στο αυτοκίνητο για να πάρει το δεύτερο ποτήρι καφέ που κουβαλούσε μαζί της από το «Black Spider» και κάθισε στο σαλόνι του ισογείου.

«Χαίρομαι πολύ που συναντιόμαστε επιτέλους» πρόταξε το χέρι του ο αστυνομικός μπαίνοντας στο χώρο. «Ενημερώθηκα ότι το θύμα ανταποκρίνεται στη θεραπεία» της είπε δείχνοντας πώς έχει πλήρη εικόνα της υπόθεσης. «Θα χρειαστεί να πάρουμε την κατάθεσή σας άμεσα. Αν θέλετε μπορούμε να το κάνουμε και εδώ» είπε και σε 5 λεπτά 3 αστυνομικοί και η ίδια είχαν κάτσει γύρα από την τραπεζαρία. Η Σοφία εξιστόρησε με όση λεπτομέρεια μπορούσε τα γεγονότα όπως η ίδια τα βίωσε και στη συνέχεια, ελαφρώς ενοχλημένη, απάντησε και για το λόγο που βρισκόταν στο σπίτι εκείνη τη μέρα. Η πορεία της κουβέντας έφερε στην επιφάνεια τα όσα είχαν συμβεί με το Νίκο, τη σχέση που είχε στο παρελθόν και την επαφή που διατηρούσε με τον Αλέξανδρο και την εξήγηση για την παρουσία του εκείνο το βράδυ στη σκηνή του εγκλήματος. «Καταρχήν σας συγχαίρω για τη γενναιότητα και τη δύναμή σας. Χωρίς εσάς αυτός ο άντρας πιθανά θα είχε πεθάνει εδώ» της είπε και συνέχισε λέγοντας πως μέχρι στιγμής οι έρευνες δείχνουν ότι υπάρχει μόνο το αίμα του Αλέξανδρου στο χώρο αλλά και ότι είχαν βρεθεί ίχνη από τουλάχιστον 3 διαφορετικά ελαστικά στο χώμα. Είχαν ταυτοποιηθεί αυτά της μηχανής και τώρα θα έλεγχαν του δικού της οχήματος. Επίσης από τα ίχνη παπουτσιών που βρέθηκαν στο γρασίδι θεωρούμε ότι πρόκειται για άνδρα καθώς φόραγε νούμερο 45. «Θα ήθελα να σκεφτείτε αν κάποιος από τον κύκλο ή την τοπική κοινωνία είχε προηγούμενα με εσάς ή την οικογένειά σας και ποιος γνώριζε για την πρόσκλησή σας στο θύμα» ρώτησε ένας υπαστυνόμος. «Για την πρόσκληση που του έκανα δεν γνώριζε κανένας δικός μου άνθρωπος και όπως ενδεχομένως ήδη γνωρίζετε δεν είμαστε μια οικογένεια που έχει αντιδικίες με τους συγχωριανούς. Το ενδεχόμενο της ληστείας το έχετε αποκλείσει;» ρώτησε αμήχανα. «Όχι, αλλά όλα δείχνουν ότι δεν ήταν μια απόπειρα ληστείας. Γιατί κάποιος που είναι σε θέση να προκαλέσει ένα τέτοιο θανατηφόρο χτύπημα να μην συνέχιζε την πορεία του μέσα στο σπίτι;» της απάντησε, βάζοντάς τη σε προβληματισμό. «Θα κάνουμε ένα διάλλειμα να ξεπιαστείτε αλλά θα ήθελα να σκεφτείτε βήμα-βήμα τις κινήσεις σας από τη στιγμή που είδατε το θύμα στην πισίνα μέχρι και τη στιγμή που φύγατε για την Αθήνα με το θύμα. Προσπαθήστε να θυμηθείτε αν αντιληφθήκατε κάτι στον περιβάλλοντα χώρο, αν είδατε κάποιο αντικείμενο στο έδαφος ή αλλού, κάποια όχημα να σας παρακολουθεί ίσως;»

            Σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή για να τη δει λίγο ο ήλιος. Ούτε ένα σύννεφο δεν του έκανε παρέα σήμερα. Η θάλασσα καθρέπτιζε με μοναδικό τρόπο τις ακτίνες του και η ησυχία ήταν μοναδική. Όλα θα ήταν υπέροχα αν . . . Έπιασε το κινητό της να δει μήπως είχε κανένα νέο. Τίποτα ακόμα. Με τον καφέ της στο χέρι πήρε τη μικρή για να δει αν όλα πήγαν καλά στο σχολείο και γράφοντας αμήχανα βήματα κατά τη διάρκεια της κλήσης βρέθηκε στην καγκελόπορτα. «Γεια σου μωρό μου, μου λείπεις πολύ». Το τηλέφωνο έκλεισε και καθώς πήγε να το βάλει στην τσέπη της έπεσε κάτω. Γονατίζοντας για να το πιάσει άφησε τον καφέ της στο γρασίδι και κοιτώντας το ποτήρι θυμήθηκε πως στο ίδιο σημείο είχε βρει ένα μικρό τετράγωνο κομματάκι χαρτί με το λογότυπο και το μενού του «Black Spider» σε QR code. Κοντοστάθηκε. Δε θα μπορούσε να έχει πέσει από εκείνη γιατί πρόσφατα είχε πάρει ένα από το μαγαζί αλλά θυμόταν ότι το είχε αφήσει κάτω από το χειρόφρενο στο αυτοκίνητο. Πήγε βιαστικά προς στο αυτοκίνητο και όντως ήταν εκεί. Το μυαλό της αδυνατούσε να σκεφτεί. Βρήκε τον αστυνόμο στην άκρη του κήπου και του ανέφερε αυτά που θυμήθηκε. Την ίδια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο της. Το νούμερο ήταν άγνωστο αλλά το σήκωσε. «Σοφία ο Αλέξανδρος. Μου έσφιξε το χέρι» ακούστηκε η φωνή στην άλλη άκρη. «Α ρε Μίμη, πόσο χαίρομαι που το ακούω από τη φωνή σου αυτό» είπε και ξέσπασε σε λυγμούς . . .

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο