ΒΑΣΙΛΙΑΣ (Κεφάλαιο XV «Μη με ψάξεις, μη με ενοχλήσεις, μη συνεχίσεις να σκέφτεσαι το μέλλον»)


Κεφάλαιο XV

«Μη με ψάξεις, μη με ενοχλήσεις, μη συνεχίσεις να σκέφτεσαι το μέλλον»

 

            Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου χάιδευαν ήδη το μπαλκόνι και δημιουργούσαν μοτίβα στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας. Από την κουζίνα μύριζε ζεστός καφές και ο θόρυβος από τα πιάτα που έπαιρναν τη θέση τους στα ντουλάπια της κουζίνας, έκαναν τη Σοφία να ανοίξει δειλά τα μάτια της. Δευτερόλεπτα μετά αισθάνθηκε τα πόδια της μικρής να ακουμπάνε στο μηρό της. Γύρισε και της έδωσε ένα φιλί στο κούτελο. «Καλημέρα αγάπη μου», είπε και με την άκρη του ματιού της είδε το Νίκο να έρχεται προς το μέρος τους. «Καλημέρα, είναι ώρα να σηκωθείτε, ο ήλιος και το πρωινό σας περιμένουν». Στη φωνή και την αύρα του υπήρχε καλοσύνη και μια ηρεμία ασυνήθιστη για πρωινό εργάσιμης μέρας, τόσο που άνοιξε το ρολόι της να ελέγξει μήπως είχε μπερδέψει της μέρες. Έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί στο στόμα, δημιουργώντας ακόμα περισσότερα ερωτηματικά. Το τραπέζι ήταν στρωμένο και το πρωινό στη θέση του, το πλυντήριο πιάτων άδειο, τα πράγματα του παιδιού έτοιμα. «Ουάου, κάποιος σηκώθηκε πολύ πρώι . . .» δε μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της. Κλείνοντας την πόρτα του αυτοκινήτου της, της ζήτησε το βράδυ να φάνε μαζί έξω και το ραντεβού κλείστηκε.

            Ο Νίκος αισθανόταν ότι η προσπάθειά του είχε φτάσει στην κορύφωσή της και ήλπιζε μέσα του πως με ειλικρίνεια και καλή διάθεση θα μπορούσε να κάνει μια καινούρια αρχή με τη Σοφία, η οποία παρατηρούσε τις αλλαγές τους και ως προς το παιδί αλλά και ως προς τη συμπεριφορά του στο σπίτι. Όλο αυτό το διάστημα είχε χτίσει τη σχέση που θα ήθελε με το παιδί του, είχε καταλάβει πόσο είχε αδικήσει τη Σοφία και είχε χωρίσει την πρόθυμη συνάδελφο παρά τις πιέσεις για το αντίθετο. Είχε περάσει αρκετές ώρες μόνος του συλλογιζόμενος το πώς η συμπεριφορά και οι σκέψεις του είχαν επηρεάσει τη σχέση του, το πώς τα προβλήματα που δημιουργούσε ο ίδιος πριν την εγκυμοσύνη κρύφτηκαν κάτω από το «χαλάκι» όταν ήρθε το παιδί αλλά γρήγορα αναδύθηκαν δημιουργώντας πολλά προβλήματα στη Σοφία. Ήξερε πια πόσο την είχε μειώσει σα γυναίκα, πώς είχε βάλει τον εαυτό και την καλοπέρασή του πάνω από τη σχέση του, πώς δεν της στάθηκε συναισθηματικά και πρακτικά μετά τη γέννα και πώς είχε βολευτεί με την παρουσία και τη φροντίδα που του έδειχνε. Η Σοφία από την άλλη παρατηρούσε κάποιες αλλαγές αλλά δεν είχε αντιληφθεί αυτό που συντελούνταν μέσα του το τελευταίο διάστημα. Όλα όσα είχε βιώσει την είχαν «αναγκάσει» να χτίσει ένα μικρό τείχος απέναντί του και να συνεχίζει απλά τη ζωή της όσο καλύτερα μπορούσε.

            Μπήκε στο χώρο στις 21:35, καθυστερημένη, ψάχνοντας το μαγαζί κάνα 20λεπτο. Είδε το Νίκο στο τραπέζι δίπλα στη τζαμαρία, καλοντυμένο και φρεσκοκουρεμένο να χαζεύει την κίνηση του δρόμου. Το μέρος ήταν πανέμορφο, με λιτή διακόσμηση και χαμηλό φωτισμό. «Είσαι πολύ όμορφη», της είπε η απάντησή της όμως βάρεσε καμπανάκια «Πάντα ήμουν . . .». Σάστισε και έμεινε σιωπηλός για λίγο αλλά ήταν αποφασισμένος. «Ξέρω πια ότι υπήρξα μεγάλος μαλάκας και τρομερά άδικος προς εσένα σε όλους σχεδόν τους τομείς. Έχω μήνες που το κατάλαβα και προσπαθώ να χτίσω αυτό που θέλω να γίνω για εμένα, εσένα και τη μικρή μας. Νομίζω ότι έχω κάνει κάποια βήματα και θέλω τώρα να έρθει εκείνη η στιγμή που θα με βάλεις ξανά στη σκέψη και την καθημερινότητά σου» είπε με θάρρος και χαμόγελο. «Ναι ήσουν μαλάκας», απάντησε χωρίς περιστολές, «και νομίζω ότι συνεχίζεις να είσαι. Με έκανες να χάσω κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης, με άφησες να πνίγομαι χωρίς να απλώσεις το χέρι σου, δε με σεβάστηκες ούτε ως γυναίκα ούτε ως μάνα, το αντίθετο μάλιστα, με πίεσες μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε και δεν ξέρω και εγώ τι άλλο μπορεί να έχεις κάνει». Τα μάτια της έφυγαν από πάνω του και κοίταζαν το δρόμο καθώς βούρκωναν. «Βλέπω ότι προσπαθείς να κάνεις κάποιες αλλαγές αλλά σε καμία περίπτωση δε βλέπω όπως εσύ ότι είναι η ώρα να γίνουμε όπως ήμασταν δεν ξέρω και εγώ πότε, Δεν μπορώ να σε εμπιστευτώ για να στηριχτώ πάνω σου, δεν έχω τη διάθεση να βγαίνω μαζί σου έξω και δεν ξέρω αν έχω ξεπεράσει την κατάθλιψη στην οποία σχεδόν με έριξες».

Κάθε της λέξη και μια μικρή σφαίρα στην καρδιά και το μυαλό του. Κουνούσε μηχανικά το πόδι του προσπαθώντας να κρύψει την αμηχανία του. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό του, κοίταξε προς τη μεριά της και μετά προς το δρόμο. «Καταλαβαίνω αυτό που λες και δεν περίμενα να το βλέπεις ήδη όπως εγώ, απλά θέλω να ξέρω αν έχεις πρόθεση να προσπαθήσουμε ξανά. Και πριν απαντήσεις θέλω να γνωρίζεις τα πάντα. Για αρκετό διάστημα διατηρούσα μια σχέση με μια κοπέλα στο γραφείο, χωρίς από τη μεριά μου να νοιώθω τίποτα συναισθηματικά. Δεν είμαι καθόλου εντάξει πια με αυτό αλλά θέλω να ξέρεις όλη την αλήθεια». Παρά το παρελθόν του και την κακή φάση που περνούσαν εδώ και πολύ καιρό δεν πίστευε πώς την απατούσε. Γύρισε αργά το κεφάλι της προς αυτόν. Τον κοίταζε με ματιά που έβγαζε βέλη, χωρίς να μιλάει, χωρίς να έχει καμία έκφραση στο πρόσωπό της. Από μέσα της έτρεχε με βοή ένας καταρράκτης σκέψεων και θυμησών από το παρελθόν τους μέχρι σήμερα και όταν ο Νίκος κατάφερε να φέρει το βλέμμα του στα μάτια της η βοή έγινε κρότος: «Άντε και γαμήσου ρε μαλάκα. Δεν αξίζεις μια» είπε και σηκώθηκε χωρίς να τον ξανακοιτάξει.

Βγαίνοντας από το μαγαζί αισθάνθηκε δύσπνοια. Δεν ήξερε πώς να εκφράσει όλη αυτή την οργή που ξεχείλιζε από μέσα της. Φρόντισε να αναλάβει κάποιος το παιδί και μάζεψε γρήγορα έναν μικρό σάκο για να πάει στο εξοχικό της. Ήθελε χρόνο μόνο για τον εαυτό της, να «ζυγίσει» την κατάσταση και να πάρει τις αποφάσεις της. Αν και ήταν νωρίς ήξερε πως εκεί θα μπορούσε να ξαναβρεί ψυχραιμία και καθαρό μυαλό. Έπρεπε άλλωστε να βρει γρήγορα μια γραμμή καθώς στις αρχές της επόμενης εβδομάδας είχε ένα ιδιαιτέρως σημαντικό ραντεβού στη δουλειά της που θα έκρινε και το μέλλον της σε αυτή. Πληρώνοντας στο βενζινάδικο έβαλε την αγαπημένη της playlist στο κινητό και ξεκίνησε. Ήταν ήδη 02:00 και τα πάντα εξωτερικά είχαν αυτή την όμορφη ηρεμία της νύχτας. Το φεγγάρι μικρό έστεκε στην άκρη του ουρανού, αφήνοντας μέρος της σκηνής για να λάμψουν αρκετά αστέρια. Βγαίνοντας από την Εθνική και ξεκινόντας τις στροφές για το χωρίο είδε μπροστά της το χάραμα να εξελίσσετε. Σταμάτησε για λίγο και βγήκε έξω από το αυτοκίνητο. Ήθελε να νοιώσει την ψύχρα αυτής της στιγμής. Όχι για να την ξυπνήσει για τον υπόλοιπο δρόμο, μετά τα όσα είχαν συμβεί δεν το είχε ανάγκη, αλλά για να θυμάται αυτό το ξημέρωμα. Το πρώτο μιας νέας για εκείνη ζωής όπως πίστευε μέχρι εκείνη τη στιγμή στο μυαλό της. Ξάπλωσε κοντά στις εφτά με τα ρούχα στο διπλό κρεβάτι του πάνω ορόφου. Η οδήγηση είχε κάνει τη δουλειά της, και ο ύπνος, που αρκετές φορές κατευνάζει και τα συναισθήματά μας, ήρθε εύκολα. Την ίδια ώρα ο ήλιος βρήκε το Νίκο στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της μικρής με το σημείωμα που του είχε αφήσει η Σοφία στο χέρι.

                        “Μη με ψάξεις, μη με ενοχλήσεις, μη

                        συνεχίσεις να σκέφτεσαι το μέλλον.

                        Θα επικοινωνήσω εγώ όταν είμαι έτοιμη

Το νου στη μικρή γιατί αλλιώς . . .”

 

Εικοσιτέσσερις ώρες πριν, τίποτα δεν προμήνυε αυτή την κατάληξη στο μυαλό του. Προσπάθησε απλά να κρατήσει μια εσωτερική ηρεμία μέσα του. Τουλάχιστον είχε βρει το θάρρος να πει την αλήθεια. . .

 

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο