ΒΑΣΙΛΙΑΣ (Κεφάλαιο XVII, «Για όλα . . .»)

 



Κεφάλαιο XVΙΙ

«Για όλα . . .»

            Η ανάσα της Σοφίας ακουγόταν μέχρι το απέναντι βουνό καθώς κατέβαινε τις σκάλες πηδώντας όσα σκαλιά μπορούσε σε κάθε δρασκελιά. Δεν ήταν σίγουρη για αυτό που είδε πριν τρέξει, αλλά θεωρούσε ότι μέσα στην πισίνα ήταν ο Αλέξανδρος. Πέρασε την εξώπορτα και διασχίζοντας τον κήπο, βούτηξε με ένα μεγάλο άλμα στην πισίνα γνωρίζοντας πια ότι ο Αλέξανδρος ήταν για πάνω από μισό λεπτό αναίσθητος στην πισίνα. Τον γύρισε ανάσκελα με όση δύναμη είχε. Στηρίζοντας με τον ώμο της το κεφάλι του ανέβασε τα πόδια του πάνω στα έδαφος και στη συνέχεια ουρλιάζοντας κατάφερε να βγάλει και του υπόλοιπο κορμί του. Πετάχτηκε και αυτή έξω. Τον γύρισε στο πλάι και για ένα λεπτό έμεινε σοκαρισμένη να κοιτάει τα ματωμένα χέρια της. Το ένστικτο την κινητοποιούσε συνεχώς. Προσπάθησε να πιάσει σφυγμό, πρώτα στον καρπό του, μετά στο λαιμό και μετά στη μηριαία αρτηρία. Δεν τα κατάφερε. Έβαλε το αυτί της πάνω από το στόμα του αλλά δεν αντιλαμβανόταν καμία ανάσα. Και τότε ξεκίνησε αμέσως να κάνει ΚΑΡΠΑ. Όσο μέτραγε από μέσα της τις πιέσεις στην καρδιά του κοίταζε τα χείλη του. Δεν είχαν ακόμα μελανιάσει. . . «Έλα ρε Αλέξανδρε, μη μου το κάνεις αυτό. Ποιος πούστης στο έκανε αυτό; Έλα, σε παρακαλώ δώσε ένα σημάδι ζωής μόνο, να φύγουμε για το νοσοκομείο».

Μετά τους δυο πρώτους κύκλους είχε αρχίσει να χάνει την ελπίδα της. Και σκύβοντας να φυσήξει στο στόμα του ένοιωσε την καρδιά του στο στήθος της. Τον γύρισε γρήγορα στο πλάι και έβγαλε αρκετό νερό. Δεν άνοιγε τα μάτια του ακόμα, αλλά η καρδιά του λειτουργούσε και η ανάσα του αν και απελπιστικά αχνή υπήρχε. Κοίταξε για λίγο τριγύρω της ψάχνοντας για το κινητό της. Πουθενά. Δεν ήθελε να το αφήσει, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Τον στήριξε με μια πέτρα και κάνοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε πήρε το ασύρματο από μέσα και κάλεσε για ασθενοφόρο.

Δυστυχώς η μετακίνησή του θα αργούσε πολύ. Τη συμβούλεψαν να τον μεταφέρει μόνη της στο κοντινό κέντρο υγείας. Δεν πίστευε τα όσα ζούσε. Απελπισμένη τον έσυρε, τραβώντας τον από τα χέρια στο αυτοκίνητο. Χωρίς να καταλαβαίνει που έβρισκε αυτή τη δύναμη τον ανέβασε δύσκολα στο πίσω κάθισμα. Τον σκέπασε με μια κουβέρτα, έλεγξε βιαστικά την ανάσα του και έβαλε το κλειδί στη μηχανή ακούγοντας «Μη μ' αφήνεις μη, μόνος θα χαθώ, όταν πας μακριά κόβομαι στα δυο. . .» και ξέσπασε σε κλάματα. Έδωσε ένα χαστούκι στο μάγουλό της και ξεκίνησε με μάτι βουρκωμένα. Μίλαγε στον Αλέξανδρο σε κάθε απότομη στροφή ενώ σταμάτησε 2 φορές για να ελέγξει ότι ακόμα αναπνέει. Ο χρόνος έμοιαζε να τρέχει με υπερβολική ταχύτητα ενώ παράλληλα η ίδια αισθανόταν σα να ήταν για ώρες ακίνητη. Χτύπησε το τηλέφωνό της. Ήταν από ο γιατρός από το κέντρο υγείας. Προσπαθούσε να μάθει λεπτομέρειες για το τι τον περίμενε και να την ηρεμήσει ώστε να φτάσουν σε αυτόν με ασφάλεια. «Σε ευχαριστώ. Η φωνή σου είναι πραγματικό αγχολυτικό αυτή τη στιγμή» του είπε στρίβοντας στην τελευταία ευθεία για το κτίριο.

Τράβηξε χειρόφρενο πριν ακόμα σταματήσει και πριν προλάβει να βγει είχαν ήδη μεταφέρει τον Αλέξανδρο πάνω στο φορείο. «Μαγνητοσκόπησε» στο μυαλό της αυτή τη στιγμή και λύγισε πέφτοντας στα γόνατα. Για λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Έτρεξε ξανά δίπλα του, με λίγο πιο καθαρή ματιά πια. Είδε το μεγάλο άνοιγμα που είχε στην πίσω δεξιά μεριά του κρανίου του και πανικοβλήθηκε ξανά. Προσέγγισε το φορείο και ο γιατρός της ζήτησε να απομακρυνθεί. Δεν το έκανε. Ξεκίνησε να του χαϊδεύει το κεφάλι απαλά και να κλείνοντας τα μάτια της προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη την ανάσα της. Μπροστά της οι γιατροί είχαν ήδη προχωρήσει σε τοποθέτηση ορού και καρδιακού παλμογράφου και ετοιμάζονταν να κάνουν μια ακτινογραφία για να αντλήσουν περισσότερες πληροφορίες. Ο Αλέξανδρος παρέμενε ακίνητος και με τα μάτια κλειστά. Η Σοφία «έτρεχε» στο μυαλό της τις στιγμές της τελευταίας τους συνάντησης και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. «Πρέπει να τον αφήσετε για να τον πάμε στο ακτινολογικό», της είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε ο νοσηλευτής και εκείνη έμεινε με τα χέρια της αδειανά να κοιτάει το φορείο να απομακρύνεται στο διάδρομο.

Βγήκε προς τα έξω προσπαθώντας να καταλάβει τι ώρα είναι. Είδε από μακριά το πρώτο φως να έχει εμφανιστεί στην ανατολή και έψαξε το κινητό της. Η σκέψη της ήταν μόνο στον Αλέξανδρο. Δεν σκέφτονταν καν τι είχε συμβεί. Αισθάνθηκε ένα χέρι να ακουμπά τον ώμο της. «Έχει ένα σοβαρό χτύπημα στο κεφάλι με ένα περιορισμένης έκτασης αιμάτωμα στον οπίσθιο δεξιό λοβό» της είπε ο γιατρός. «Και;» ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή. «Νομίζω ότι όλα θα πάνε καλά. Έχω καλέσει ασθενοφόρο για να τον πάει στην Αθήνα. Θα πρέπει να τον παρακολουθήσουν και να προσπαθήσουν με θεραπεία αρχικά να “σπάσουν” το αιμάτωμα. Μέσα στην επόμενη ώρα θα φύγει, αλλά δυστυχώς δε μπορείς να συνοδεύσεις με το ασθενοφόρο. Αν δεν μπορείς να οδηγήσεις παρόλα αυτά θα βρούμε κάποιον να σε πάει». Είδε το φορείο ξανά στον διάδρομο, πήγε και τον φίλησε στο ματωμένο κούτελο και έφυγε βιαστικά. «Ευχαριστώ πολύ γιατρέ, θα πάω μόνη μου. Σε ευχαριστώ ειλικρινά για τη συμπαράστασή σου. Τα λέμε εκεί».

Οδήγησε προς το σπίτι στο χωριό βιαστικά, με το μυαλό κενό. Αντικρύζοντας ξανά τη ματωμένη πισίνα ξέσπασε σε λυγμούς. Άλλαξε τα ματωμένα ρούχα της και παίρνοντας τα βασικά ξεκίνησε για να φύγει. Κλειδώνοντας την αυλόπορτα, παρατήρησε στα πόδια της ένα μικρό κομματάκι χαρτί που είχε πάνω του μια μαύρη αράχνη, το λογότυπο του καφέ που βρισκόταν στο τετράγωνο του σπιτιού της. Έσκυψε και το έπιασε βιαστικά ξεκινώντας γρήγορα το δρόμο της επιστροφής. Όταν έπιασε την εθνική κάλεσε τη μαμά της, εξηγώντας με αδρά στοιχεία τι είχε συμβεί και που βρισκόταν η ίδια. Όταν ξεπέρασε το αρχικό σοκ της ζήτησε να πάει και να πάρει τη μικρή σπίτι της για λίγες μέρες. Στη συνέχεια τηλεφώνησε σπίτι και μίλησε στην αγάπη της, μισοκλαίγοντας. Σκαρφίστηκε μια ωραία ιστορία για να πλασάρει τις «μίνι» διακοπές στο σπίτι της γιαγιάς και της υποσχέθηκε ότι σήμερα θα περάσει να την κρατήσει στην αγκαλιά της όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Τέλος, τηλεφώνησε στο Νίκο. «Έχει συμβεί κάτι τραγικό και δε θα ασχοληθώ τώρα με όλες τις μαλακίες που έχεις κάνει. Θέλω η μικρή να μείνει στους δικούς μου για λίγες μέρες. Δεν πιστεύω να έχεις καμία αντίρρηση. Θα περάσει σε λίγο να την πάρει η μάνα μου. Θα έχεις και παραπάνω χρόνο για να κάνεις τα δικά σου» του είπε και πριν προλάβει να απαντήσει του έκλεισε το τηλέφωνο. Ούτε που πέρναγε από το μυαλό της ότι ο Νίκος ήταν υπεύθυνος για την κατάσταση που βίωνε. Ήθελε απλά να βρεθεί στο πιο ασφαλές μέρος που εκείνη ήξερε, μέχρι να ηρεμήσει κάπως η κατάσταση. Και αυτό ήταν το πατρικό της που παρά τις όποιες άσχημες εμπειρίες μπορεί να της είχε χαρίσει, πάντα ήταν το απάνεμο λιμάνι της.

«Καλώς την. Τα πράγματα είναι ακόμα όπως τα άφησες. Σταθερές ζωτικές λειτουργίες αλλά καμία ανταπόκριση σε ερεθίσματα. Τον έχουν στη ΜΑΦ, αν θέλεις μπορώ να σε βάλω για λίγο» της είπε ο γιατρός. Μπήκε με μάσκα, χειρουργική ποδιά και ποδονάρια. Οι ήχοι από τις συσκευές παρακολούθησης της δημιουργούσαν από μόνοι τους μια ανατριχίλα την οποία επιδείνωνε το άχρωμο και ψυχρό περιβάλλον. Δεν ήταν ώρα επισκεπτηρίου οπότε τριγύρω της έβλεπε μόνο ασθενείς και νοσοκόμους. Ο γιατρός του Κ.Υ. τη σύστησε με τον υπεύθυνο γιατρό του Αλέξανδρου και αποχώρησε. Η ίδια αφού τον άκουσε να της επαναλαμβάνει πράγματα που ήδη είχε ακούσει έσκυψε πάνω από το κεφάλι του Αλέξανδρου. Του χάιδεψε το χέρι και δακρύζοντας σιγοψιθύρισε στο αυτί του. «Θα είμαι εδώ όταν ξυπνήσεις. Για όλα . . . Μην το αργείς όμως, γιατί μπορεί να μην το αντέξω». Είδε με την άκρη του ματιού το γιατρό να πλησιάζει και κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει. «Μείνε ψύχραιμη και αισιόδοξη. Μέχρι αύριο το βράδυ θα γνωρίζουμε αν το αιμάτωμα υποχωρεί με τα φάρμακα. Πήγαινε σπίτι σου και κάλεσε με εδώ το πρωί», της είπε δίνοντάς της την κάρτα του. Κάθισε στα άδεια καθίσματα έξω από την πόρτα της ΜΑΦ που είχε κλείσει ερμητικά κόβοντας την οπτική επαφή της με τον Αλέξανδρο. «Ευχαριστώ πολύ γιατρέ. Αν φύγω θα σας πάρω το πρωί» του είπε και, πιάνοντας με τα δυο χέρια της το κεφάλι της, ξέσπασε σε λυγμούς.

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο