ΒΑΣΙΛΙΑΣ (Κεφάλαιο XVI, «Αν μπορέσεις και τα κανονίσεις, έχω την ανάγκη να σου μιλήσω»)

 


Κεφάλαιο
XVΙ

«Αν μπορέσεις και τα κανονίσεις, έχω την ανάγκη να σου μιλήσω»

 

            Σηκώθηκε από το κρεβάτι γύρω στη μια σχεδόν χαμογελώντας. Και σε κλάσματα δευτερολέπτου θυμήθηκε . . . «Για λίγο νεκρός, χαμένος για λίγο . . .» σκέφτηκε καθώς κοιτούσε τον ήλιο έξω από το παράθυρο να στέκει καταμεσής του ουρανού. Έκανε καφέ και περπάτησε για λίγο στον κήπο. Συνέχιζε να αισθάνεται εντελώς ηλίθια. Έπαιζε στο μυαλό της σκηνές ξανά και ξανά. Από την πρώτη συνάντηση που είχε με το Νίκο μέχρι και το χθεσινό βράδυ. Όλα τα άσχημα συναισθήματα έσκαγαν σαν κύματα. Η απογοήτευση που ένοιωσε από τη στάση του όσο προσπαθούσαν να μείνει έγκυος και δε συνέβαινε, η διστακτικότητα απέναντί του όταν έμαθε ότι είναι έγκυος, η απομόνωση που έζησε μετά την εγκυμοσύνη, η απαξίωση της θηλυκότητάς της ερχόντουσαν το ένα μετά το άλλο. Μπορεί να μην ήταν όλη η αλήθεια, αλλά για εκείνη τη στιγμή ήταν για τη Σοφία όλη η αλήθεια. Ένοιωθε να πνίγεται. Ντύθηκε και έφυγε για να τρέξει, μια κίνηση απελπισίας μήπως και καταλαγιάσουν τα κύματα. . .

            Το βουνό έστεκε επιβλητικό και ο ήλιος έδιωχνε την ψύχρα μακριά, χωρίς να καταφέρνει το ίδιο και με τις σκέψεις της. Στο βάθος έβλεπε τη θάλασσα μετά από το πευκοδάσος και όσο ανέβαζε τους σφυγμούς της, τόσο έμπαινε σε ένα ξέφωτο ηρεμίας που τόσο είχε ανάγκη. Συνέχισε να τρέχει «στα κόκκινα» και μέχρι που δεν είχε άλλο ανάσα. Έκανε ένα γρήγορο ντους και προσγειώθηκε σε διαδοχικά meetings για τη δουλειά, φυσικά με τρόπο διεκπεραιωτικό και όχι εποικοδομητικό. Κατά τις έξι το απόγευμα έκλεισε τα πάντα και βυθίστηκε στην πολυθρόνα κοιτάζοντας την πισίνα και το βουνό και συλλογιζόμενη. Πάντα στη ζωή της θεωρούσε ότι θα μπορούσε να συγχωρέσει μια απιστία για να κρατήσει ζωντανή μια σχέση στην οποία πίστευε. Έλεγε ότι θα προτιμούσε αυτό να είναι κάτι καθαρά σαρκικό και θα της ήταν πολύ πιο δύσκολο αν ήταν μια σχέση αλλά και πάλι θα προσπαθούσε να χτίσει από την αρχή, φυσικά αν τα όμορφα συναισθήματα υπερίσχυαν. Θεωρούσε ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί και στην ίδια και ότι θα ήθελε ο σύντροφός της να το αντιμετωπίσει κάπως έτσι. Τώρα όμως δε μπορούσε με τίποτα να σκεφτεί προς αυτή την κατεύθυνση. Υπεραναλύοντας όσες λεπτομέρειες μπορούσε να σκεφτεί, κατέληξε στο ότι περισσότερο από όλα την ενοχλούσε ο τρόπος που για πολύ μεγάλο καιρό της φερόταν ο Νίκος, το πώς αντιμετώπιζε πολλά κομμάτια του παζλ της κοινής τους ζωής, και σε δεύτερη μοίρα η παράλληλη σχέση του. Επικοινώνησε με την κυρία που πρόσεχε το παιδί, δε ρώτησε τίποτα άλλο, ούτε απάντησε σε τίποτα άλλο και με θολωμένο το μυαλό της έπεσε στο κρεβάτι, αδύναμη και εύθραυστη.

            Στο μυαλό της ήρθε ο Αλέξανδρος και το πώς είχαν χωρίσει λίγο πριν η ίδια φύγει για την Αμερική. Άλλες εποχές, άλλη ηλικία, αλλά εκείνη μέσα της αισθανόταν ίδια. Θυμήθηκε πώς έψαχνε μια αφορμή για να ξεσπάσει πάνω του και να και να κάνει το χωρισμό τους πιο εύκολο και για τους δυο. Και μετά από όλα αυτά τα χρόνια και τις αναζητήσεις που είχε κάνει με τον εαυτό της ήξερε πώς πρακτικά είχε γίνει υπερβολική από τις αντιδράσεις της δικής του ανασφάλειας προς τον κύκλο της και πάτησε πάνω σε αυτό για να του πει: «Αλέξανδρε έχεις αλλάξει. Δεν ξέρεις πια τι θέλεις. Εγώ δε συμμετέχω άλλο στο θέατρό σου. ΑΝΤΙΟ.». Ευτυχώς η επαφή τους έμεινε ζωντανή, έστω και με οριακό σφυγμό, και έτσι είχε την ευκαιρία να συζητήσει μαζί του για εκείνη την περίοδο και να καταλήξουν σε κοινό πόρισμα. Μήπως ο Νίκος έψαχνε κάτι αντίστοιχο τώρα; Ξεκίνησε να ψάχνει τις δικές της ευθύνες. Έβλεπε λάθη  αλλά και προσπάθεια σε πολλά πράγματα και αισθανόταν καλά με τις πράξεις και τις σκέψεις της. Καταλάβαινε πια και την προσπάθεια που είχε κάνει τον τελευταίο καιρό ο Νίκος, αλλά με τίποτα δεν μπορούσε, ακόμα τουλάχιστον, να δώσει άλλοθι στα πεπραγμένα του. Στο βάθος ο ουρανός έπαιρνε τα μεθυστικά χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Πόσες φορές ήθελε την παρέα του Νίκου αλλά τα έβλεπε μόνη της. . . Βγήκε για λίγο στο μπαλκόνι, αποτελειώνοντας τον καφέ που είχε φτιάξει μπας και την ξυπνήσει. Μόλις ο ήλιος έφυγε για να φωτίσει άλλες γωνιές, πήρε το κινητό και έστειλε στον Αλέξανδρο «Αν μπορέσεις και τα κανονίσεις, είμαι στο χωρίο και πραγματικά έχω την ανάγκη να σου μιλήσω για κάποια πράγματα που μου συνέβησαν. Έλα, ό,τι ώρα και να είναι». Περιμένοντας απάντηση, η εξάντληση και η αυτοσυντήρηση της έκλεισαν τα μάτια.

            Το μήνυμα τον βρήκε στο βράχο με τη θέα. Είχε βρεθεί εκεί για να δει, μόνος αυτή τη φορά, τη βουτιά του ήλιου. Είχε περάσει ένα δεκαήμερο από την άρνηση της Όλγας στην πρότασή του για συγκατοίκηση. Γρήγορα κατάλαβε ότι δεν ήθελε να τελειώσει η σχέση τους για αυτό το λόγο. Βρέθηκε μαζί της, συζήτησαν όμορφα και κατάφερε να δει, να καταλάβει και να συμμεριστεί την απόφασή της, κοιτάζοντας όμως με τα δικά της μάτια και όχι με τα δικά του. Η Όλγα του είχε πει ότι για εκείνη θα ήταν μια κίνηση που θα δημιουργούσε άγχος και θα «βάραινε» τα πράγματα. Και επειδή αυτό που βίωνε μαζί του ήταν κάτι μοναδικό δεν ήθελε με τίποτα να ρισκάρει μια αλλαγή συναισθημάτων. Δεν κατάφερε να την κάνει να δει τη δική του οπτική, πώς κάτι τέτοιο θα τους ένωνε ακόμα περισσότερο και αποφάσισαν από κοινού να συνεχίσουν με την προηγούμενη συνθήκη. Ο ίδιος δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει την άρνησή της αλλά πίστευε ότι πολύ σύντομα θα ξαναέβρισκαν τα πατήματά τους. Κάτι είχε ραγίσει μέσα του αλλά θα έβρισκε τον τρόπο με σύμμαχο αυτό που τους ένωνε και το χρόνο.

Δεν απάντησε στο μήνυμα της Σοφίας αμέσως. Ζύγισε λίγο τα θέλω του και μετά από κάμποση ώρα της έστειλε ότι θα πήγαινε, χωρίς να αναφέρει κάτι πιο συγκεκριμένο. Της είχε υποσχεθεί ότι θα είναι δίπλα της όποτε και αν τον χρειαστεί και αυτή ήταν η ευκαιρία να αποδείξει ότι το εννοούσε πραγματικά. Πήρε τη μηχανή, γέμισε το ντεπόζιτο και έβηχε. Το χωριό είχε αποτελέσει κομμάτι της ζωής τους λίγο πριν χωρίσουν οπότε γνώριζε καλά το δρόμο. Άφησε την οδήγηση να τον χαλαρώσει και απόλαυσε κάθε στροφή προς αυτό έχοντας ένα μόνιμο χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπό του. Με ανυπομονησία τις στροφές για να δώσει γκάζια. Το μυαλό του γεμάτο αναμνήσεις και όμορφες σκέψεις, χωρίς καμία ανησυχία για το τι συνέβαινε στη Σοφία. Στην Όλγα είπε την αλήθεια, παρόλο που ήξερε ότι θα την ενοχλούσε. Ίσως και να τον ένοιαζε πια λιγότερο το τι θα αισθανόταν, μπορεί βαθιά μέσα του να ήθελε να την τσιτώσει και λίγο μετά τα όσα είχαν γίνει.

Γύρισε το κλειδί σβήνοντας τη μηχανή. Χαμογέλασε με τη «νεκρική» σιγή που επικρατούσε. Είχε πολύ καιρό να την ακούσει. Μόνο τα φώτα της πισίνας χαλούσαν την παναστρία. Άνοιξε ήσυχα την καγκελόπορτα με το κλειδί που βρήκε κρυμμένο στη γνωστή για αυτό πέτρα και μπήκε. Κοντοστάθηκε για λίγο μπροστά στο νερό για να θαυμάσει τη θέα και το επόμενο δευτερόλεπτο άκουσα βήματα πίσω του. Πριν προλάβει να γυρίσει δέχτηκε ένα χτύπημα με ρόπαλο στο κεφάλι που τον άφησε αναίσθητο μέσα στην πισίνα. «Το ήξερα ρε πούστη ότι δεν είχατε τελειώσει», φώναξε ο Νίκος, και μετά κάθισε στο γρασίδι απλά κοιτάζοντας τον αναίσθητο Αλέξανδρο. Έφυγε όμως γρήγορα όταν συνειδητοποίησε ότι μπορεί και να τον είχε σκοτώσει.

Το νερό ήταν κόκκινο και η σιγή κυριάρχησε ξανά. Πλαφ, πλαφ, πλαφ. Ένας ελαφρύς παφλασμός «τσίμπαγε» την απέραντη μεταμεσονύκτια ησυχία δημιουργώντας εκνευρισμό στα αυτιά της παρά τα κλειστά μάτια της. Σηκώθηκε και με τα πόδια της γυμνά έφτασε στη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα του υπνοδωματίου του 1ου ορόφου. Βγήκε στο μπαλκόνι και καθώς προχωρούσε προς το κάγκελο η κραυγή της έσκισε στα 2 την ησυχία του βουνού. . .

 

Σχόλια

Αυτά που διαβάσατε περισσότερο